Να δούμε ποιός θα φαγωθεί...


Χιούμορ κατάμαυρο σαν κάρβουνο και φρίκη απερίγραπτη, συνυπάρχουν αξιοπρόσεκτα στην ταινία της Antonia Bird RAVENOUS (1999), η οποία ασχολείται με το ιδιαίτερα αποκρουστικό θέμα του κανιβαλισμού, στη Σιέρα Νεβάδα του 19ου αιώνα. Απολαυστικές ερμηνείες απ΄όλο το καστ με πρώτο βιολί τον εξαιρετικό Robert Carlyle, επιδραστικότατη μουσική επένδυση δια χειρός Μ.Nyman και D.Albarn, μοναδική αίσθηση αγωνίας και τρόμου και πάνω απ’ όλα το αποτρόπαιο θέμα της, καθιστούν αυτή την ταινία,δυστυχώς πάντα επίκαιρη, για τον απλούστατο λόγο ότι πάντοτε θα μονομαχεί ο πολιτισμός με την αποκτήνωση…
Αλληλοεξόντωση, ποτάμια αίματος, φρικτές δολοφονίες,αηδία είναι αυτά που βλέπουμε και νιώθουμε παρακολουθώντας τη ρωμαλέα ταινία της Bird, την οποία θ’αδικούσαμε αν χαρακτηρίζαμε, απλώς μαύρη κωμωδία τρόμουγιατί νομίζω πως αποτελεί παράλληλα κι ένα πολύ έξυπνο σχόλιο πάνω στη φρίκη του πολέμου (του νομιμοποιημένου σφαγείου δηλαδή), αρκεί να παρακολουθήσει κανείς προσεκτικά την φοβερή εναρκτήρια σεκάνς, όπου ο, πανέμορφος εδώ,  Guy Pearce ως υπολοχαγός Τζων Μπόϊντ παρασημοφορείται επί ανδρεία που επέδειξε στον πόλεμο μεταξύ Αμερικανών και Μεξικανών (1846-1848).Το ότι το παράσημο και η προαγωγή που κέρδισε, του βγαίνουν εντελώς ξινά κατόπιν είναι αποτέλεσμα της εξορίας του σ’ένα απομακρυσμένο οχυρό, όπου αρχηγός είναι ο συνταγματάρχης Χαρτ/ Jeffrey Jones (πληθωρικός, ένας Βενιαμίν Φραγκλίνος με γαλόνια) που υποδέχεται τον ωραίο και λιγομίλητο Μπόϊντ. Είναι προς τιμήν της Bird, ότι η ταινία της, αν και σαφώς προσφέρεται, δεν εκφυλίζεται σε απλή παράθεση σκηνών αλληλο-σφαγής, δεν είναι Saw η ταινία της, κι ας καλύπτεται μ’αίμαη φρίκη δεν είναι αυτοσκοπός για να κοπούν εισιτήρια, αλλά εντάσσεται οργανικά στην όλη (τρομακτική) ιστορία.
Ο Guy Pearce λάμπει κυριολεκτικά από ομορφιά, και στέκεται απέναντι (κυριολεκτικά και μεταφορικά) στο Κτήνος, στο οποίο όλοι, αργά ή γρήγορα, υποκύπτουν. Τί μας συνέχει ως ανθρώπινες κοινότητες; τί καθιστά δυνατή την (κατ’ αρχήν) ειρηνική συνύπαρξή μας; το ότι έχουμε εξοβελίσει τον κανιβαλισμό σ’ ό,τι αφορά το είδος μας, και τον φυλάμε μόνο για τα υπόλοιπα είδη του ζωϊκού βασιλείου… Δεν κοιτάζουμε απ΄το παράθυρο φερειπείν ,όπως κοιτάζει ο Καλχούν και μονολογεί καθώς βλέπει τρείς ανθρώπους : «πρωϊνο, γεύμα, προμήθειες», πράγμα ανήκουστο και αποτρόπαιο για κάθε πολιτισμένο άνθρωπο.
Στην ταινία της Bird όμως, αυτή η θεμελειακή και σωτήρια απαγόρευση έχει αρθεί, και παρατηρούμε έντρομοι την πλησίστια επιστροφή σε μία φυσική κατάσταση όπου το αλληλοφάγωμα (κυριολεκτικά) είναι αναγκαίος όρος της ύπαρξης.
Ο μυστηριώδης Σκωτσέζος Καλχούν αφηγείται στον μουδιασμένο από τρόμο Μπόϊντ τον παλιό μύθο του Wendigo σύμφωνα με τον οποίο αν ένας άνθρωπος φάει τη σάρκα του εχθρού του, παίρνει τη δύναμή του,γίνεται κάτι σαν απέθαντος αλλά ταυτόχρονα μετατρέπεται σε δαίμονα με ακόρεστη πείνα γι’ ανθρώπινο κρέας. Το κατάμαυρο χιούμορ και η αφόρητη ειρωνεία (βλέπε φερειπείν  τη σκηνή όπου ο ταγματάρχης Νοξ− αστειότατος ο Stephen Spinella− λέει όλο προθυμία στον ταγματάρχη Άϊβς να τον ειδοποιήσει αν χρειαστεί βοήθεια με το μαγείρεμα, χωρίς να υποψιάζεται το φρικτό τέλος που τον περιμένει) προκαλούν λυτρωτικά γέλια, εννοείται πως σ’αυτό συμβάλλουν τα μέγιστα και οι ερμηνείες του καστ, βοηθώντας τον θεατή ν’αντέξει αυτό το μουσκεμένο στο αίμα σφυροκόπημα,αυτό το αποτρόπαιο φλερτ με την αποκτήνωση.
«Έφαγα 8 ανθρώπους σε 3 μήνες» περηφανεύεται ο Καλχούν στον σοκαρισμένο Μπόϊντ, και ο συνταγματάρχης Χαρτ, ο βιβλιοφάγος Χαρτ που υποδέχτηκε τον Μπόϊντ στ’ οχυρό, του λέει εμπιστευτικά αργότερα : “ its lonely being a cannibal, tough making friends” !!
Ο Carlyle, δίνει μία απολύτως διαβολική ερμηνεία, ένας βλάσφημος της ζωής που εκσφενδονίζει σοφιστείες προκειμένου να προσηλυτήσει κι άλλους στον κανιβαλισμό είναι ο Καλχούν του, μοιάζει με ύαινα που περιμένει την κατάλληλη ευκαιρία για να χιμήξει στα θύματά της, η μουσική θυμίζει ξυράφι που χαράζει ανεξίτηλα το δέρμα, όλα αποτελούν τμήματα ενός φρικώδους παζλ που συμπληρώνεται μπροστά στον τρομοκρατημένο θεατή (αν δεν έχει ήδη λιποθυμήσει από αηδία).
Σ’αντίθεση με το σχετικά πρόσφατο Bone Tomahawk, όπου η φρίκη και μία διάχυτη νοσηρότητα προκαλούν ασφυξία, και με το φετινό (συγκλονιστικό) Apostle όπου δεν υπάρχει ούτε μία χαραμάδα για να τρυπώσει το χιούμορ, η ταινία της Bird ισορροπεί επιδέξια μεταξύ γέλιου και φρίκης/τρόμου/αποτροπιασμού, σε μία ιδιότυπη τραμπάλα, προς όφελος πάντα του θεατή.
Και τί όφελος κρύβει μία ταινία-σφαγείο ; θα ρωτούσε κάποιος κυνικός. Μα ακριβώς την παραστατικότατη υπενθύμιση του τόσο εύθραστου ορίου ανάμεσα στην Ηθική, το «όχι,δεν το κάνω γιατί είναι λάθος!» και το «είναι πολύ απλό Μπόϊντ, τόσο απλό. Πρέπει μόνο να παραδοθείς». Αυτό το όριο που οφείλουμε να καλλιεργούμε συστηματικά και να διαφυλάσσουμε, μας δίνει το δικαίωμα ν’ αποκαλούμαστε άνθρωποι.


Trivia :
·       Τα γυρίσματα έγιναν στη Σλοβακία (Tatra Mountains) και στο Μεξικό (Durango).
·       Αρχικός σκηνοθέτης ήταν ο Milcho Manchevski ο οποίος αποχώρησε 3 βδομάδες αφότου είχαν ξεκινήσει τα γυρίσματα, κι αντικαταστάθηκε απ΄την Bird που προτάθηκε απ’ τον Carlyle.
·       Στο Σκωτσέζικο φολκλόρ υπάρχει ο θρύλος κάποιου διαβόητου Sawney Bean,ο οποίος έδρασε μεταξύ του 13ου και 16ου αιώνα, και ευθυνόταν για τη δολοφονία και τον κανιβαλισμό άνω των 1000 ανθρώπων! Η ομάδα του σκότωνε κι έτρωγε αυποψίαστους ταξιδιώτες.Ο Bean ήταν αρχηγός ενός clan, και τελικά εκτελέστηκε. Αμφισβητείται πάντως η ύπαρξή του απ΄τους ιστορικούς.


Σχόλια