Οι μαρμίτες της αγάπης

 


Μία άκρως διεγερτική για τους σιελογόνους αδένες, αφήγηση της μακροχρόνιας συνεργασίας-σχέσης ενός φημισμένου καλοφαγά και της ικανότατης και εξίσου διάσημης, μαγείρισσάς του, μας προσφέρει ο Γαλλο-βιετναμέζος σκηνοθέτης Tran Anh Hung με την ταινία του LA PASSION DE DODIN BOUFFANT / THE TASTE OF THINGS. Ο χαρακτήρας του τίτλου της ταινίας, βασίζεται στον χαρακτήρα του βιβλίου του Marcel Rouff,  La Vie E La Passion De Dodin Bouffant (1924), ένα πόνημα το οποίο ο συγγραφέας του, είχε αφιερώσει στον διάσημο γαστρονόμο του 19ου αιώνα, Jean Anthelme Brillat-Savarin.

Γαλλία, 1889. Στο υπέροχο σατώ, του κυρίου Ντωντέν- διάσημου καλοφαγά της εποχής, η φωτιά στην εξίσου υπέροχη κουζίνα της αγροικίας, ανάβει απ΄το πρωί, το σπίτι ξυπνάει, και η ωραία μαγείρισσα του σπιτιού, η Ωζενί, (Ευγενία δηλαδή), ένα πλάσμα γεμάτο ηρεμία, ευγένεια και με φοβερές μαγειρικές ικανότητες, έχει ήδη σηκωθεί και δρέπει λαχανικά απ΄τον κήπο. Σε μια άκρως ορεκτική εναρκτήρια σεκάνς, ο Hung, μας δείχνει βήμα-βήμα, τι απαιτείται (από υλικά, κόπο και χρόνο απασχόλησης), για να ετοιμαστεί ένα εξαιρετικό γεύμα, σαν αυτό που πρόκειται να ετοιμάσει η τρανή μαγείρισσα Ωζενί, για τον γκουρμέ εργοδότη της, και τους εξίσου καλοφαγάδες φίλους του (λίγοι και καλοί). Η εξαιρετική φωτογραφία του Jonathan Ricquebourg (πολλά κοντινά πλάνα, για να βλεπουμε τα λαχταριστά εδέσματα με ολη μας την άνεση, εκμετάλλευση του φυσικού φωτισμού) ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό θα έλεγα, για το άκρως δελεαστικό, γαστρονομικώς, αποτέλεσμα. Βεβαίως και το πρωταγωνιστικό ζεύγος (ζεύγος παλαιότερα,για 6 χρόνια, και εκτός οθόνης) των πειστικότατων J.Binoche B.Magimel, κυριαρχεί μέσα σ’αυτή την υπέροχη κουζίνα, όπου το κάθε σκεύος/ αντικείμενο μπορεί ν’αποτελέσει έναυσμα για μάθημα Ιστορίας, και δη του φαγητού και της παρασκευής του. Δεν είναι όμως μόνο τα λαχταριστά φαγητά, τα οποία θ’αποτελέσουν τμήματα του λουκούλειου γεύματος, αυτά που έχουν σημασία σ’αυτή την ταινία−είναι κυρίως η ιδιαίτερη σχέση του καλοφαγά, με την φημισμένη «καλλιτέχνη της κουζίνας»,μαγείρισσά του. Βλέπουμε πως η Ωζενί δεν έχει μια τυπική σχέση με τον εργοδότη της, αυτή του εργοδότη-εργαζόμενης. Οι δυό τους, μοιαζουν περισσότερο με δύο κολλητούς φίλους που μοιράζονται το κοινό πάθος για το καλό φαγητό (η γαλλική γαστρονομία στις δόξες της), αλλά και την μαγειρική ικανότητα. Μπορεί η ωραία Ωζενί να πρωταγωνιστεί στην ισόγεια κουζίνα του σατώ, αλλά και ο κύριος Ντωντέν, μαγειρεύει το ιδιο πετυχημένα, αφιερώνεται στις αχνίζουσες κατσαρόλες και ταψιά, με την ίδια ζέση που αφιερώνεται στη μελέτη νέων, ευφάνταστων συνταγών, τις οποίες παρουσιάζει φυσικά στην μαγείρισσά του, αναμένοντας να τις υλοποιήσει.




Και η Ωζενί, η Ωζενί που είχε μπαμπά ζαχαροπλάστη φημισμένο στο Παρίσι, αλλά έμαθε να μαγειρεύει απ’ την μητέρα της, η Ωζενί που πάσχει από μια μυστηριώδη ασθένεια η οποία της φέρνει λιγοθυμίες,κάνει θαύματα στην κουζίνα του Ντωντέν. Η κάμερα ζουμαρει πάνω απ΄τα φρέσκα, ακόμη ωμά υλικά, τα κρέατα και τα λαχανικά, τα ψάρια και τα μπαχαρικά,και μας δείχνει πως συντελείται αυτός ο «μαγικός» μετασχηματισμός, πως τα στρουμπουλά πιτσούνια που βρίσκονται ξεπουπουλιασμένα και στριμωγμένα το ένα δίπλα στο άλλο μέσα στο ταψί, θα γίνουν το λαχταριστό ψητό έδεσμα που θ’απολαύσουν βγάζοντας μικρούς αναστεναγμούς ικανοποίησης, ο κύριος Ντωντέν, μετά της παρέας του. Και αν προς στιγμήν, μας δημιουργείται η εντύπωση πως η ακάματη Ωζενί, μαγειρεύει εξαίσια, για να φάνε μόνο οι άλλοι, πλανώμαστε οικτρά. « ‘Ο,τι φάγατε, έφαγα κι εγώ, μην ανησυχείτε» λέει στην κατενθουσιασμένη με τη μαγειρική της, ομήγυρη των φίλων του Ντωντέν,όταν αυτοί κατεβαίνουν στην κουζίνα για να την συγχαρούν, έκανε πάλι το θαύμα της.

Ξεχάστε τους γρήγορους ρυθμούς, το άγχος, τις αγριεμένες φωνές, τις βρισιές (ακόμη και την εκτόξευση σκευών), που έχουμε δεί σε άλλες ταινίες, εξίσου απολαυστικές, με θέμα το φαγητό, την προετοιμασία του και τα δράματα γύρω απ’αυτό. Στην ταινία του Hung, απολαμβάνουμε τους αργούς ρυθμούς στην προετοιμασία του φαγητού. Μπορεί η παρέα των καλοφαγάδων ν’αδημονεί να γευτεί τις γκουρμεδιές που ετοιμάζει η Ωζενί, αλλά σε καμία σκηνή δε τους βλέπουμε αγανακτισμένους. Ως πιστοί θεράποντες του φαγητού ξέρουν ότι το καλό πράγμα,αργεί να γίνει, όπως πολύ σοφά λέει η λαϊκή ρήση. Τί νόημα έχει να κοιτάζει η Ωζενί κάθε τρείς και λίγο την κατσαρόλα σαν ψυχωτική μαγείρισσα; Μήπως θα γίνει πιό γρήγορα το φαγητό; Ενώ λοιπόν περιμένει να σωταριστούν τα λαχανικά στην κατσαρόλα, ετοιμάζει τα υπόλοιπα,έχοντας τη βοήθεια της Βιολέτ, και της ανηψιάς της Βιολέτ, Πωλίν. Και ενώ η Βιολέτ ,κατά τον κύριο Ντωντέν «μετά βίας ξέρει να βράζει νερό », η μικρή Πωλίν επιδεικνύει σπάνιο τάλαντο στη γευσιγνωσία, και ενθουσιάζει τον κύριο καλοφαγά Ντωντέν, ο οποίος βρίσκει την ιδανική μαθητευόμενη για να της μαθει τα μυστικά της κουζίνας.




Το υπέροχα κινηματογραφημένο φαγητό, οι αστραφτερές πορσελάνες, οι λευκές λινές πετσέτες που οι συνδαιτημόνες χρησιμοποιούν για να σκουπίσουν τα ίχνη της λαιμαργίας τους, τα ταιριαστά κρασιά, όλα συμβάλλουν στη μεγιστοποίηση της απόλαυσης του κυρίου Ντωντέν και των φίλων του. Τυχερός άνθρωπος, θα σκέφτονται όλοι, τι άλλο θέλει; Έχει λεφτά με ουρά (όπως εικάζουμε), ένα υπέροχο σπίτι, και μια θαυματουργή μαγείρισσα να υλοποιεί κάθε γαστριμαργική του φαντασίωση. Ο Ντωντέν όμως, δεν αρκείται σ’αυτό, θέλει και το «φεγγάρι»,θέλει την Ωζενί, την Ωζενί που του μαγειρεύει επί 20 συναπτά έτη όπως πληροφορούμαστε σε μιά σκηνή,την Ωζενί που έχει σοβαρό επιχείρημα να του αντιτάξει όταν αυτός, για πολλοστή φορά, της κάνει πρόταση γάμου.

Σε άλλο πλαίσιο (ή μήπως στο ίδιο πλαίσιο, αλλά με λιγότερο αβρό διεκδικητή) οι συνεχείς κρούσεις/προτάσεις του Ντωντέν, θα μπορούσαν να εκληφθούν απ΄την μαγείρισσά του, ως παρενόχληση. Η ωραία Ωζενί όμως, διασκεδάζει με την ερωτική ε(πι)μμονή του εργοδότη της, φαίνεται να του ρίχνει κάποια…ψιχουλάκια σεξουαλικής φύσεως, αλλά το πολυπόθητο ναι δεν το λέει. Κι έχει λόγο που αρνείται, πειστικότατο, τουλάχιστον στον θεατή. Όπως το μαγείρεμα που γίνεται αμισθί και κάθε μέρα σαν τιμωρία, καταντάει αλυσίδα στο πόδι αυτού που μαγειρεύει, και χάνει όλη του τη…νοστιμιά, έτσι και η σχέση της Ωζενί με τον Ντωντέν, κινδυνεύει ( ; ) αν εξελιχθεί σε γάμο, να πάθει ό,τι παθαίνουν όλοι οι γάμοι : να χαλάσουν σαν πολυκαιρισμένο γιαούρτι… «Περνάμε μαζί περισσοτερες ώρες, απ΄όσο περνάνε οι σύζυγοι. Μελετάμε μαζί συνταγές, μαγειρεύουμε μαζί, τρώμε μαζί. Γελάω με το πνεύμα σου. Δεν είμαστε ευτυχισμένοι έτσι; » του λέει, γιατί αυτός ο φανατικός γκουρμέ, θέλει να καταστρέψει αυτό που έχουν; Όμως ο κύριος Ντωντέν διαφωνεί. Να πιστεύει άραγε πως όντως « ο έρωτας περνάει απ΄το στομάχι» ,γιαυτό και προτείνει συνέχεια νέες συνταγές στην μαγείρισσά του; για να την ξετρελανει δια της γεύσης; Η Ωζενί όμως δεν είναι κανά μειράκιο σαν την Πωλίν, βρίσκεται στο «φθινόπωρο της ζωής της» ,όπως και ο εργοδότης της άλλωστε, και ξέρει πολύ καλά τι δεν θέλει, και μπορεί προς στιγμήν, η ταινία να κλίνει προς ένα ευτυχισμένο τέλος, κλασικό και προβλέψιμο, αλλά όχι, σ ‘αντίθεση με την προβλέψιμη πορεία και αποτέλεσμα της μαγειρικής, τ’ανθρώπινα χαρακτηρίζονται απ’ το απρόβλεπτο. Η Ωζενί….φροντίζει να του μείνει αξέχαστη, όχι όμως,για το ναί που επιτέλους ξεστομίζει, και ο συντετριμμένος καλοφαγάς, για πρώτη φορά στη ζωή του, δεν συγκινείται απ ΄το πάθος του : το καλό φαγητό. Δεν είναι ένας κοιλιόδουλος ο Ντωντέν, κι ας τρώγεται ολημερίς με την κουζίνα,είναι μελετητής και γευσιγνώστης, της πράξης που μας κρατάει στη ζωή, αλλά ως φαγάς με κουλτούρα, ξέρει πως το ευ ζείν, είναι εξίσου, αν όχι σημαντικότερο απ΄το ζείν, κι αυτό το ευ, του το έδινε και, η αγαπημένη του μαγείρισσα. Και ίσως τελικά, αυτή η ιδιότητα της Ωζενί, έχει γι’ αυτον την βαρύνουσα σημασία− ήταν η δική του μαγείρισσα.



 

Trivia:

·        Η ταινία γυρίστηκε ως επί το πλείστον στο Chateau de Raguin, στη δυτική Γαλλία, τον Απρίλιο και τον Μάϊο του 2022. Ο Γάλλος σεφ και 3 φορές βραβευμένος με αστέρι Michelin, Pierre Gagnaire ήταν αποφασιστικός γαστρονομικός σύμβουλος της ταινίας, εμφανίζεται σε μικρό ρόλο, υποδυόμενος τον σεφ ενός πρίγκηπα της Ευρασίας, που καλεί σε δείπνο τον Ντωντέν.

·        Τα φαγητά που βλέπουμε να παρασκευάζονται, είναι αληθινά.

 





Σχόλια