"Κάντο για την οικογένειά σου"

 


Μία φοβερή ταινία αποστομωτικό δίδυμο με την επίσης συγκλονιστική Sorry We Missed You, του Ken Loach είναι η δουλειά του Matt Chambers, με τον τίτλο THE BIKE THIEF.Αμφότερες αποτελούν μία φοβερή απεικόνιση των βαρών που κουβαλάνε οι άνθρωποι που τσακίζονται (κυριολεκτικά ή μεταφορικά), να φέρουν στο σπίτι μας τα πράγματα που παραγγέλνουμε : είτε φάρμακα είν’ αυτά, ρούχα, αλλά κυρίως φαγητό. Λιτή ταινία, αλλά με ένα θαυμάσιο πρωταγωνιστικό δίδυμο, τους Alec Secareanu και Anamaria Marinca, παρουσιάζει μία ας πούμε κλασσική περίπτωση διολίσθησης ενός ανθρώπου στην παραβατικότητα, από ανάγκη και απελπισία. Γιατί, ναι, όσο κλισέ και μελό κι αν ακούγεται, ένα ισχυρότατο κίνητρο για να διαπράξει κάποιο πρόσωπο μία ποινικώς κολάσιμη πράξη,είναι και η μεγάλη και αναπόδραστη ανάγκη.

Ο νεαρός άνδρας του δράματος (δεν μαθαίνουμε ποτέ τ’ όνομά του), έχει έρθει οικογενειακώς απ΄τη Ρουμανία στο Λονδίνο. Φτωχική ζωή,διαμέρισμα μ’ ελαττωματική θέρμανση και σε μίζερη πολυκατοικία και γειτονιά, η σύζυγος δουλεύει ως καθαρίστρια σε σπίτια σαφώς καλύτερα και ανετότερα απ’ το δικό τους (που δεν είναι δικό τους, γιατί το νοικιάζουν) και δε φτάνει η ανέχεια και η καθημερινή πάλη να τα βγάλουν πέρα, έχουν και δυο παιδιά : ένα μωράκι, τον Τομά, και μια έφηβη κόρη, τη Μίρι. Ο εκφραστικότατος Secareanu (είχε κανει μια πολύ δυνατή εμφάνιση στο Gods Own Country),είναι πειστικότατος, τόσο πειστικός που κατορθώνει να μεταδώσει στον θεατή όλο το αδιέξοδο και τον πανικό που βιώνει αλλά προσπαθεί να πνίξει, όταν του κλέβουν το μηχανάκι του. Και τι ζήλεψαν τα καθάρματα; ένα ταπεινό μηχανάκι, τόσο δα που αν περάσει δίπλα του τριαξονική νταλίκα, θα το ισοπεδώσει. Αυτό όμως το μηχανάκι, που κι αυτό δανεικό το είχε ο νεαρός (αντι)ήρωάς μας, απ΄τον εργοδότη του, ήταν γιαυτόν θεμελειώδης σταθερά −μ’αυτό πήγαινε στο εστιατόριο που εργαζόταν ως διανομέας, μ’ αυτό πήγαινε τις παραγγελίες, μ’ αυτό επίσης πήγαινε τη γυναίκα του στη δουλειά της, και την κόρη του στο σχολείο. Αυτά που όλοι, λίγο ή πολύ θεωρούμε τα δεδομένα του βίου μας, το έδαφος πάνω στο οποίο πατάμε για να μη μας καταπιεί η άβυσσος, τα στερείται ξαφνικά, εν μία νυκτί, ο νεαρός διανομέας.

 









Η απόγνωση τον χτυπάει κατακέφαλα, και ακόμη περισσότερο τον παραλύουν οι συνέπειες αυτού του ατυχέστατου συμβάντος : πώς θα το πεί στον εργοδότη του, που αν το μάθει θα τον απολύσει; Άλλωστε στην προθήκη του καταστήματος υπάρχει ήδη αγγελία: Ζητείται οδηγός. Αν μάθει ο εντελώς αχώνευτος εργοδότης του για την κλοπή, τότε τα πράγματα για τον νεαρό και την οικογένειά του σκουραίνουν επικίνδυνα. Αλλά και στην ταλαίπωρη σύζυγό του που εξουθενώνεται με το μωρό που κλαψουρίζει συνέχεια (έχετε ακούσει χορτάτα και καλοβαλμένα μωράκια να σκούζουν συνέχεια ; ) και το καθάρισμα των ξένων σπιτιών, πώς θα το πεί;  Τι θα κάνει τώρα ο απελπισμένος; Ο εργοδότης του βέβαια, σε μία δήθεν υποθετική συζητηση που κάνουν, του πετάει μια λύση: « κάνε ό,τι πρέπει να κάνεις για την οικογένειά σου», του λέει, χωρίς να διευκρινίζει αν αυτό το ό,τι πρέπει κινείται αυστηρώς εντός των ορίων της νομιμότητας…

Η οικογένεια, το μόνιμο άλλοθι για πάσης φύσεως πράξεις, ιδίως εγκληματικές. Την οικογένειά του επικαλείται και ο εξίσου βιοπαλαιστής συνάδελφος του άνδρα (ο κι εδώ εξαιρετικός Lucian Msamati− ο μαχητικός Τζώρτζ Τσίτσεστερ της σειράς Taboo), προκειμένου να μην τον συνδράμει οικονομικά, αφού κι αυτός λεφτά ψάχνει. Την οικογένειά του επίσης επικαλείται ο κουτοπόνηρος και αχώνευτος εργοδότης του Γιούσουφ, όταν κάνουν αυτή την τάχα μου υποθετική συζήτηση.

Υπήρχε μια φοβερή σκηνή θυμίζω, στο The Devils Advocate, όπου ο Al Pacino/μεγαλοδικηγόρος-εργοδότης του χαρακτήρα που υποδυόταν ο Keanu Reeves, περπατάει στο τοιχάκι της πισίνας του σπιτιού του, και του λεει την ατάκα : «οι άνθρωποι πολλές φορές εγκληματούν», παραπατώντας ανεπαίσθητα. Η μνημειώδης αυτή απεικόνιση του (με νομικό ενδιαφέρον) στραβοπατήματος,κρύβεται πίσω απ΄το δράμα που βιώνει ο άτυχος διανομέας. Δεν βλέπουμε να το βασανίζει και πολύ το θεμα συνειδησιακά ο νεαρός, εννοείται πως υποφέρει εσωτερικά, αλλά αυτή η ατάκα-συμβουλή τρόπον τινά, που ξεστόμισε ο εργοδότης του, αναβοσβήνει ενοχλητικά μέσα στο θολωμένο απ΄την απελπισία μυαλό του.





Και αν η ταινία του Loach, έχει το πιό ασφυκτικό και αδιέξοδο φινάλε που μπορούμε να σκεφτούμε (πάλι διανομέας είναι το κεντρικό πρόσωπο), η αίσθηση που αφήνει το φαινομενικά αίσιο φινάλε της ταινίας του Chambers είναι εξίσου αβάσταχτη θεωρώ. Δεν βλέπουμε, δεν ξέρουμε τι συνέπειες είχε η πράξη απελπισίας ουσιαστικά, του διανομέα. Δε ξέρουμε τι υποδοχή είχε στο σπίτι του πως εξήγησε τα πράγματα στην πελαγωμένη σύζυγό του. Η ενοχλητική και ζοφερή αίσθηση που κυκλώνει όλη την ταινία αυτή του ότι όλοι μοιάζουν με πληγωμένα αγρίμια που παλεύουν μόνα τους, χωρίς βοήθεια, για ένα κομμάτι ψωμί και ένα ζεστό κρεβάτι, τρέχοντας σαν παλαβοί σ’αυτές τις μεγαλουπόλεις όπου κανείς δεν δίνει φράγκο για την πάρτη σου, αν υποφέρεις, αν έχεις ανάγκη (φωτεινή εξαίρεση εδώ, είναι ο εξυπηρετικότατος και ευγενέστατος αστυνομικός που προθυμοποιείται να βοηθήσει τον διανομέα στα διαδικαστικά μετά την κλοπή), κορυφώνεται με το απίστευτο πραγματικά φινάλε, όπου έχουμε μία πλήρη αντιστροφή θύτη-θύματος, και διατράνωση της αστικής ζούγκλας. Μακάριοι, αναμφίβολα, οι έχοντες…

 



 

Σχόλια