Οι σκιές της νύχτας


Επιδραστικότατο σχόλιο πάνω στο φύλο και την κοινωνικο-οικονομική τάξη, αποτελεί η ταινία του William McGregor με τίτλο GWEN. Λιτή, με θαυμάσια "κάδρα" που θυμίζουν πίνακες του sir J.E.Millais- συμβάλλουν σ'αυτό και οι φυσιογνωμίες των μελών του καστ- και ατμοσφαιρικότατη φωτογραφία, η ταινία-σκηνοθετικό ντεμπούτο του McGregor είναι ένα διαμαντάκι απελπισίας, βωβού πόνου και άγριας μοναξιάς. Τόσο άγριας όσο άγριο είναι το τοπίο στην βόρεια Ουαλία του 19ου αιώνα, στη Snowdonia, όπου μία γυναίκα παλεύει καθημερινά να τα φέρει βόλτα φροντίζοντας το αγρόκτημά της και τα δύο κορίτσια της. Η 'Ελεν (εξαιρετική η Maxine Peake, που την είχαμε απολαύσει και στο θαυμάσιο Peterloo  του Mike Leigh) σφίγγει τα δόντια, στενάζει κρυφά που έχει στερηθεί τον άντρα της λόγω πολέμου, και προσπαθεί να κρατήσει το φτωχικό σπίτι της όρθιο, πουλώντας λαχανικά στην τοπική αγορά, για την ακρίβεια την αγορά που υπάρχει στην πόλη που έχει φτιαχτεί για να στεγάσει τους εργαζόμενους στο λατομείο της περιοχής.Γιατί ο ξερότοπος που δέρνεται από δυνατούς ανέμους και γοητεύει με την άγρια ομορφιά του, σκάβεται ανηλεώς απ'τους ανθρώπους που δουλεύουν στο λατομείο, ιδιοκτήτης του οποίου είναι ένα αρπακτικό με μαύρο ημίψηλο,ο κύριος Γουίν (πειστικότατος ο Mark Lewis Jones). Αν η καταβεβλημένη Έλεν με την εύθραστη υγεία μοιάζει να καταπίνει την οργή της,η μεγαλύτερη κόρη της Γκουέν, μοιάζει να είναι η μαχητική μορφή της ιστορίας κι αυτή που τολμάει να θέσει τα κρίσιμα ερωτήματα : η νεαρή Eleanor Worthington-Cox η οποία βραβεύτηκε για την ερμηνεία της στο Φεστιβάλ του Τορόντο 2018, είναι η έφηβη και παρατηρητική Γκουέν, αυτή που κανακεύει,νανουρίζει,ταϊζει την μικρότερη αδελφή της, αυτή που βοηθάει την ταλαίπωρη μητέρα τους στις κοπιαστικές δουλειές του αγροκτήματος,είναι αυτή που βλέπει με αυξανόμενη δυσπιστία και ανησυχία πώς ο βλοσυρός κύριος Γουίν γυροφέρνει τη μάνα της με σκοπό να προσαρτήσει και τη δική τους γη σ' όση απέκτησε μέχρι τώρα. Είναι υπομονετικός ο κύριος Γουίν,μιλάει ευγενικά και χαμηλόφωνα στην αρχή, αλλά όσο προχωράει η ταινία και η πεισματάρα Έλεν δε δείχνει να πείθεται να πουλήσει, αλλάζει τακτική, κι αυτή η τακτική δεν έχει καμία νομιμότητα φυσικά. Δεν μαθαίνουμε ποτέ τι απέγινε ο πατέρας των δύο κοριτσιών που τόσο λείπει και στις κόρες και στη σύζυγό του, όπως δε μαθαίνουμε ποτέ τι ακριβώς συνέβη όταν η Γκουέν ξαναεπισκέφτηκε τον γιατρό της περιοχής (ο οποίος ελέγχεται απ΄τη διοίκηση του ανθρακωρυχείου) και έφυγε με τα δύο μπουκάλια τονωτικό κρασί που της συνέστησε αυτός ως το ενδεδειγμένο φάρμακο για τη μητέρα της. Δε μαθαίνουμε ποτέ επίσης, τι ήταν εκείνη η κοπέλα που ούρλιαζε στην αγορά ενώ την έσερναν άνδρες παρουσία του κυρίου Γουίν. 
Το ελλειπτικό σενάριο, περιέργως δεν προκαλεί δυσφορία λόγω του ότι δε μας δίνει απαντήσεις,δια της σιωπής και του υπαινιγμού, αυτού που εικάζουμε ότι συνέβη ή ό,τι απειλείται να συμβεί,ο McGregor μας παρουσιάζει με λιτή και ωραιότατη εικαστικώς κινηματογράφιση τον αγώνα μιάς φτωχής γυναίκας, που τολμάει ν'αποκρούσει δυναμικά τους αδίστακτους που έχουν βάλει στο μάτι τη γη της.



Η σκηνή όπου η εξαντλημένη Έλεν τρυπάει το δάχτυλό της με μία βελόνα και βάφει με το αίμα της τα μάγουλά της για να δώσει στο πρόσωπό της λίγο χρώμα,είναι πέραν περιγραφής' μόνο ο θεατής που έχει πεινάσει, στερηθεί αυτά που για άλλους είναι δεδομένα, μπορεί να νιώσει τι σημαίνει να θέλεις να καλλωπιστείς και να μη μπορείς γιατί δεν έχεις τ'απαραίτητα. Πενία τέχνας κατεργάζεται ως γνωστόν, και ιδού μία φοβερή οπτικοποίηση της λαϊκής ρήσης. Το πολύ ιντριγκαδόρικο αυτής της ταινίας όμως, που χαρακτηρίζεται folk horror drama,είναι αυτή η ασάφεια περί του τι συμβαίνει ακριβώς με την Έλεν- όχι τυχαία το έξυπνα φτιαγμένο τρέηλερ δημιουργεί την εντύπωση ότι εδώ έχουμε μία συναρπαστική ιστορία μητέρας-μάγισσας. Δεν είναι έτσι όμως, θα μπορούσε ο McGregor βεβαια, και θα ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρον το αποτέλεσμα, να την πάει προς τα εκεί την ιστορία : απελπισμένη αγρότισσα έχει κρυφές "συναλλαγές" με τη μαγεία, και η ανυποψίαστη θυγατέρα της παθαίνει το σοκ της ζωής της ανακαλύπτοντας τις δραστηριότητες της μάνας της. Όχι όμως, η έξυπνη ανάμιξη του υποκειμενικού φόβου,της αγωνίας και όλων των αρνητικών συναισθημάτων που βιώνει η χαριτωμένη έφηβη τα οποία συναισθήματα μοιάζουν να λαμβάνουν συγκεκριμένη μορφή (είναι άραγε εφιάλτες αυτά που βλέπει η Γκουέν τις νύχτες που λυσσομανάει ο αέρας, ή μήπως αλήθεια ; ) με τις ενέργειες του επίμονου Γουίν, οδηγούν στην πρόκληση σύγχυσης : τα δεινά που ταλανίζουν τις τρείς γυναίκες, είναι άραγε πράξεις κάποιου υπερφυσικού,σκοτεινού και μοχθηρού όντος ή απλούστατα ενέργειες του ανήθικου Γουίν και των ακολούθων του, ώστε να φέρουν τις τρείς γυναίκες στα όρια της απόλυτης ανέχειας και να τις σπάσουν ευκολότερα; 



Η σοκαριστική σεκάνς που οδηγεί στο απολύτως σπαρακτικό φινάλε, είναι αδύνατον πιστεύω να προσεγγιστεί μόνο με όρους ταξικής διαμάχης (ο αδίστακτος πλούσιος δε διστάζει να πατήσει κάτω,να εξουδετερώσει,τον φτωχό), είναι ταυτόχρονα ένα συγκλονιστικό παράδειγμα μίσους του άνδρα προς τη γυναίκα, και όχι οποιαδήποτε γυναίκα, αλλά αυτή που τόλμησε ν'αμυνθεί, να σηκώσει το ανάστημά της, να προστατεύσει την περιουσία της. Σα να βγήκαν από βιβλίο του Ντίκενς,οι δύο μικρούλες κοιτάζουν την καταστροφή ανήμπορες ν'αντιδράσουν- τι κάνει όποιος δεν έχει στον ήλιο μοίρα; ίσως αναχωρεί, και η τελευταία ατάκα της γλυκύτατης Γκουέν προς την αδελφούλα της, κρύβει μία τρομερή αμφισημία.




Σχόλια