Κι εγώ μπορώ



Εξαιρετική ταινία υποδειγματικού ρυθμού, μ’ έναν τρομερά ενδιαφέροντα κεντρικό χαρακτήρα, είναι η δουλειά  του Simon Fellows με τίτλο STEEL COUNTRY/ A DARK PLACE, σε σενάριο του Brendan Higgins.
Η αρχική εξαφάνιση ενός μικρού αγοριού, του Τάϊλερ Ζίγκλερ, στην μικρή πόλη της Πενσιλβάνια ονόματι Harbaugh (ανύπαρκτη στην πραγματικότητα) και η εύρεση κατόπιν του πτώματός του σ’ένα ποτάμι της περιοχής, μοιάζει να έχει αναστατώσει ένα και μοναδικό κάτοικό της : τον νεαρό, μάλλον μ’ελαφρύ αυτισμό, οδηγό απορριματοφόρου Ντόναλντ Ντέβλιν, πατέρας και ο ίδιος ενός 11χρονου κοριτσιού, της Γουέντι, ο οποίος έχει μία…ενοχλητική επιμονή στο να συζητάει , όπως λέει, το πρόβλημα και όχι να το παρακάμπτει, και προσκόλληση στην καθημερινή ρουτίνα μέρος ας πούμε αυτής της ρουτίνας ήταν και το να βλέπει τον μικρό Τάϊλερ στο παράθυρο του δωματίου του να τον χαιρετάει καθώς περνούσε με το απορριματοφόρο. Για κάποιον άλλο, η διακοπή της συνήθειας, η αλλαγή, δεν θα είχε ίσως τόση σημασία, όχι όμως για τον φέροντα την «ταμπέλα» του καθυστερημένου Ντόναλντ/ Ντόνι. Για κακή τύχη, όπως προκύπτει, των κατοίκων της πολίχνης, ο Ντόναλντ ξεκινάει μία ιδιωτική έρευνα (ενώ ΔΕΝ είναι ούτε καν ντετέκτιβ) των συνθηκών θανάτου του μικρού Τάϊλερ, και σπέρνει τη θύελλα.
Η ενδιαφέρουσα αστυνομική ιστορία γύρω απ΄την οποία αναπτύσσεται η ταινία, ίσως να μην ήταν τόσο αξιοπρόσεκτη αν δεν υπήρχε αυτός ο εξόχως ενδιαφέρων χαρακτήρας, ο Ντόναλντ που φαίνεται ότι διαθέτει τα χαρίσματα του αυτιστικού (όπως τα διέθετε και ο Ρέημοντ Μπάμπιτ του θαυμάσιου Dustin Hoffman, στο RAINMAN [1988] ), και ανταποκρίνεται στην καθημερινότητα της δουλειάς του (όχι και ιδιαίτερα απαιτητικής) και της προσωπικής του ζωής, που αποτελείται  από τρία πρόσωπα στην ουσία : την αγαπημένη του κόρη Γουέντι (η Christa Beth Campbell) με την οποία έχει ένα ιδιαίτερο δέσιμο, την ανοϊκή μητέρα του Μπέτι (η Sandra Ellis Laferty) και την μάνα του παιδιού του (αλλά όχι και σύντροφό του ) Λίντα Κόνολι (η Denise Gough). Ο πρωταγωνιστής Andrew Scott, στο ρόλο του «χαζούλη» Ντόναλντ, είναι εξαίρετος πραγματικά, πλήρως ενταγμένος στο ρόλο αυτού του παρατηρητικού νεαρού άνδρα, που υποφέρει σιωπηλά για την ιδιαιτερότητά του ( « νομίζεις ότι εγώ δε μισώ το ότι είμαι έτσι ; » ρωτάει με οργισμένο παράπονο τη Λίντα στην μία εκ των 3 ωραιότερων σκηνών της ταινίας ) και που έχει αυτή την ενοχλητική για τον περίγυρό του μανία με την τακτοποίηση στην αρχή της ταινίας κάνει, ορθότατα από άποψη υγιεινής, παρατήρηση στη συνάδελφό του Ντόνα (άξια συμπρωταγωνίστρια θα έλεγα, η Bronagh Waugh) ότι άφησε ανοιχτό το καπάκι του κάδου σκουπιδιών που είχε αδειάσει πριν λίγο στο απορριματοφόρο. Δεν είναι RAINMAN ο Ντόναλντ, εγώ τουλάχιστον παρατηρώντας τον σ’ όλη την ταινία, δεν τον ταύτισα σχεδόν ποτέ με τον Ρέημοντ Μπάμπιτ, ο οποίος απ΄όσο θυμάμαι ήταν βαριά αυτιστικός αλλά αξιοθαύμαστα ευφυής, πάντα όμως υπό επιτροπεία και καθοδήγηση, κάτι το οποίο δεν είναι σε καμία περίπτωση ο Ντόναλντ, ο οποίος «περνάει» πολύ εύκολα για ένας συνηθισμένος μη-αυτιστικός άνδρας, οδηγεί, δουλεύει, φροντίζει την άρρωστη μητέρα του, κάνει δηλαδή πράγματα που ο Ρέημοντ Μπάμπιτ δεν θα μπορούσε να κάνει.
 

Δε νομίζω ότι ο ελαφρύς αυτισμός λοιπόν που μάλλον έχει ο Ντόναλντ είναι το θέμα σ’αυτό  το εξαιρετικό δράμα το να εστιάσει κανείς σ’αυτή την ιδιαιτερότητα του (αντι)ήρωα που σαφέστατα είναι ο συμπαθέστατος Ντόνι, είναι λάθος θεωρώ, γιατί χάνει έτσι την ουσία, κι η ουσία αυτής της ταινίας βρίσκεται στην επιμονή του Ντόναλντ ν’ανακαλύψει τι ακριβώς συνέβη στον Τάϊλερ, με τραγικότατα αποτελέσματα. Το ότι είναι όμως αυτιστικός (στο βαθμό που είναι) με όσες αναπληρωματικές αυτής της πάθησης, ικανότητες διαθέτει, το ότι υφίσταται χλευασμό και δυσμενή σχόλια απ ΄τον κοινων.περίγυρο για την κατάστασή του ( « οι άνθρωποι μιλάνε συνέχεια», λέει πάλι στη Λίντα), όλα αυτά τον ωθούν να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, και ν’αποδώσει ο ίδιος δικαιοσύνη… Η εμμονή του μοναχικού Ντόναλντ με τη διελεύκανση του θανάτου του αγοριού, είναι η αιτία που το βιαστικό κουκούλωμα του πνιγμού του, αντί να επαναφέρει την ηρεμία στην πόλη θα προκαλέσει απρόβλεπτες εξελίξεις και θα οδηγήσει στην σοκαριστική συνειδητοποίηση (εκ μέρους του Ντόναλντ αλλά και των θεατών) ότι εδώ έχουμε κανονική συγκάλυψη περίπτωσης παιδικής κακοποίησης σεξουαλικής φύσεως.
Ήταν όμως έτσι τα πράγματα ; το μοναδικό κατ’ εμέ αδύναμο σημείο της ταινίας, είναι ότι δεν ξεκαθαρίζεται με σαφήνεια, ακόμη και μετά το συγκλονιστικό φινάλε, αν ο φερόμενος ως κατά πάσα πιθανότητα ένοχος, ήταν πράγματι ένοχος. Ποτέ δεν μας δίνεται η ικανοποίηση ότι μάθαμε επιτέλους τι ακριβώς συνέβη στον Τάϊλερ Ζίγκλερ, αν ήταν ατύχημα ή όχι, τι συνέβη πριν  τον πνιγμό του και ποιος ήταν ο δράστης. Συμπεραινουμε μόνο, κι αυτό υπονομεύει ελαφρώς αυτή τη θαυμάσια ταινία. Συμπεραίνουμε μόνο, πως δύο πολίτες «υπεράνω υποψίας» στο  Harbough είχαν ενεργό συμμετοχή στην κακοποίηση και το συμπεραίνουμε απ ΄τα λεγόμενά τους, αλλά κυρίως απ’ αυτά που δεν λένε (εξαιρετικοί είναι οι Michael Edward Rose και Andrew Masset), απ ΄τα απερίγραπτα βλέμματα που ρίχνουν σ’αυτόν τον αγαθό (αλλά με την πρωταρχική σημασία της λέξης) νέο άνδρα που δεν μπορεί να χωνέψει για ποιό λόγο ο Τάϊλερ θάφτηκε, κυριολεκτικά, τόσο γρήγορα, με συνοπτικές διαδικασίες.
Ακριβώς όμως αυτή η αγαθότητα του Ντόναλντ, αυτή η διαρκής (αν και ενήλικας) διασύνδεσή του με την αθωότητα και το πρωτόγνωρο θάρρος που δείχνει ένα παιδί (ακριβώς επειδή δεν έχει επίγνωση του κινδύνου) φαίνεται πως προκαλεί εντελώς περίεργες αντιδράσεις εκ μέρους κάποιων εκ των συμπολιτών του : αυτών ακριβώς που νοιάζονται γιαυτόν με τον έναν ή άλλο τρόπο και άθελά τους ( ; ) τον τροφοδοτούν με στοιχεία για την υπόθεση. Το ότι ο Ντόναλντ υπερβαίνει τα όρια με τραγικά αποτελέσματα έχει να κάνει μ’αυτή την άκρως ενοχλητική (για συγκεκριμένους, όπως ο σερίφης Μούνεϊ ) συνήθειά του να «περνάει» μέσα απ΄το πρόβλημα, κι όχι να ξεμπερδεύει μ’αυτό στα γρήγορα. Ο Ντόναλντ έχοντας στόχο να μάθει την αλήθεια, γιατί πνίγηκε ο Τάϊλερ, κάνει πράγματα ποινικώς κολάσιμα, και θα ήταν πιστεύω άκρως ιντριγκαδόρικη μία σεναριακή εξέλιξη τέτοια που να δείχνει ή να φυτεύει τεχνηέντως τη φρικτή υποψία, ότι όλη αυτή η προθυμία των φίλων του Ντόναλντ , αλλά και μη φίλων, να του ρίχνουν ψιχουλάκια που τον οδηγούν στη λύση του μυστηρίου, ήταν μία καλοστημένη παγίδα από σύσσωμη την πολίχνη, για να γλυτώσουν μιά και καλή απ΄τον ενοχλητικό καθυστερημένο που δεν κοίταζε τη δουλειά του. Δεν θα ήταν υπέροχα εφιαλτικό  κάτι τέτοιο αλλά και ταιριαστό με τη γνώμη που είχε σχηματίσει ο Ντόνι για τους συμπολίτες του; 


Η ταινία όμως δεν κορυφώνεται έτσι ακριβώς, ο Ντόναλντ ο οποίος αμφιβάλλω αν θα μπορούσε να θεωρηθεί πως έχει το ακαταλόγιστο των πράξεών του, αποφασίζει να κάνει αυτό που οι απρόθυμες Αρχές της πολίχνης επιμελώς δεν κάνουν, αντιποιείται ιδιότητες, «ανακρίνει» (φοβερή η σκηνή στο ιατρείο), και γενικώς οι πράξεις του έχουν υπερβεί τα ποινικά εσκαμμένα, για να καταλήξει στην τραγικότερη πράξη όλων. Η τελική σεκάνς είναι συγκλονιστική και αβάσταχτη, η πέραν περιγραφής έκφραση του Ντόναλντ κινείται μεταξύ της προσωπικής ικανοποίησης για το «κατόρθωμα» και της συνειδητοποίησης ότι ο θρίαμβος θα του βγεί μετά βεβαιότητος ξινός. Η ταινία του Fellows δεν αφηγείται μόνο μία ιστορία εγκληματικής συγκάλυψης-παρασιώπησης εγκλήματος, αποτελεί και μία ακραία κραυγή για αποπεριθωριοποίηση, ενός ανθρώπου που έφερε τη ρετσινιά του «περίεργου». «Τι έγινε Ντόνι; Θες ν’αποκτήσει κάποιο νόημα η μίζερη ζωή σου ; » τον ρωτάει ειρωνικά ο παλαιόθεν φίλος του και αστυνομικός. ‘Οποιο κι αν ήταν το βαθύτερο κίνητρό του, ο στόχος του επιτεύχθηκε, και για τον Ντόνι, μόνο αυτό έχει σημασία. Πολύ εύστοχα γράφτηκε για την ταινία πως πρόκειται για “ a conventional murder mystery with an unconventional lead character”.





Trivia :
·       Το θαυμάσιο μουσικό θέμα της ταινίας είναι του John E.R. Hardy.
·       Τα περισσότερα παιδιά  που παρουσιάζουν αυτισμό, είναι αγόρια.








Σχόλια