Παρένθεση



Αιχμηρότατο (και άκρως αιματηρό) σχόλιο πάνω στην οικονομική ανισότητα στη σύγχρονη Νότια Κορέα, είναι η ταινία του Bong Joon-Ho με τίτλο PARASITE.
Το ότι αυτή η ταινία ισορροπεί εξαιρετικά μεταξύ μαύρης κωμωδίας και τρομακτικού θρίλερ, είναι το ένα απ΄τα χαρακτηριστικά της που την καθιστούν εντελώς αξιοσημείωτη και must-see ιδίως για όσους εμμένουν πεισματικά στην κοσμάρα της μακαριότητας και της τάχα μου αρμονικής συνύπαρξης των κοινωνών, όταν η ψαλίδα μεταξύ εκείνων που έχουν τα πάντα ή που μπορούν ν’ αποκτήσουν τα πάντα, κι εκείνων που έχουν ελάχιστα, ανοίγει καθημερινά όλο και περισσότερο.
Φυσικότατες ερμηνείες απ’ όλο το καστ,οι οποίοι υποδύονται τα μέλη της δύστυχης οικογένειας Κιμ και αυτά της πλούσιας και καλοβαλμένης οικογένειας Παρκ, υπέροχη μουσική απ΄τον Jaeil Jeong και όπως προείπα, με φοβερή ισορροπία μεταξύ της μαύρης κωμωδίας (που είναι η πρώτη ώρα) και του αηδιαστικού, κλειστοφοβικού κι εφιαλτικού θρίλερ  (που είναι η δεύτερη), η δουλειά του Bong Joon-Ho παρουσιαζει μ’αφοπλιστικό τρόπο την εισοδηματική αντιπαλότητα μεταξύ μίας οικογένειας που παλεύει να τα φέρει βόλτα, που ζεί σ’ ένα τρισάθλιο ημι-υπόγειο διαμέρισμα, υποχρεωμένη ν’ανέχεται τον κάθε μεθύστακα που έρχεται ν’αδειάσει την κύστη του έξω απ΄το παράθυρό της, που είναι όλοι άνεργοι και έχουν εξελιχθεί σε άσους της εξαπάτησης και της προσποίησης μπας και κατορθώσουν να βγάλουν κανα φράγκο, και της άλλης, της κομψοντυμένης, καθαρής και αρωματισμένης οικογένειας, που διαμένει σε μία σπιταρώνα με δωμάτια που θυμίζουν μικρά γήπεδα στις διαστάσεις, που δεν ανησυχεί για τίποτα, ή κι αν ανησυχεί, αυτή η αναστάτωση είναι πρόσκαιρη, μέχρι να βρεθεί ο πρόθυμος που θα καλοπληρωθεί για να τους εξαλείψει την πηγή της ανησυχίας.
Που να φανταζόταν ο συμπαθής νεαρούλης Κιμ Κι-Γού ο οποίος ήταν άνεργος, και πείστηκε απ΄τον φοιτητή-καθηγητή Αγγλικών φίλο του, να πάρει τη θέση του στο πλουσιόσπιτο διδάσκοντας την κόρη των Παρκ─ ότι θ’αποτελούσε την κερκόπορτα για την «άλωση» των ευημερούντων Παρκ απ ΄τους κακομοίρηδες Κιμ. Κακομοίρηδες από οικονομικής άποψης, γιατί αν παρατηρήσουμε και τα 4 μέλη της οικογένειας θα διαπιστώσουμε (με έκπληξη ίσως) ότι η αυτοπεποίθηση και το θράσος (αυτό το θράσος που επιδεικνύουν όσοι δεν έχουν να χάσουν τίποτα γιατί κατοικούν στο τίποτα) δεν τους λείπουν. Ο Κι-Γού πείθει χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια την ωραία κι εύπιστη κυρία Παρκ ότι διαθέτει τα προσόντα ώστε ν’αντικαταστήσει επιτυχώς τον προκάτοχό του, και καταγοητεύει την έφηβη κόρη των Παρκ (η Jung Ji-so) λέγοντάς της ότι αυτό που της λείπει είναι η ορμή και η αυτοπεποίθηση για να δαμάσει το γνωστικό αντικείμενο στην ουσία βέβαια αυτή που δαμάζεται ήδη με το καλημέρα, είναι η νεαρή η οποία πιθανότατα το έχει σύστημα να ερωτεύεται τους δασκάλους της.


Είναι πραγματικά εξοργιστική αυτή η οπτική αντιπαράθεση του όλα και τίποτα, όπως ενσαρκώνεται στα μέλη των 2 οικογενειών : οι Κιμ ασφυκτιούν στο άθλιο ημι-υπόγειο που ζούν, παρέα μ’ εκνευριστικά έντομα, και τη βρωμερή μυρωδιά του φαρμάκου με το οποίο οι Αρχές ψεκάζουν τους κοινόχρηστους χώρους, οι Παρκ χαλαρώνουν και κάνουν μαζώξεις στο πολυτελές και αναμφίβολα ευρύχωρο σπίτι τους, το οποίο διαθέτει τεράστιο κήπο, και μεγάλες τζαμαρίες ώστε να δέχονται το ευεργετικό φως του ήλιου. Κι όταν βρέχει καταρρακτωδώς και οι φτωχογειτονιές πλημμυρίζουν κυριολεκτικά, όπως βλέπουμε στο συγκλονιστικό τελευταίο μισάωρο, μεταξύ άλλων, γιατί ν’ανησυχήσουν; μήπως μένουν σε καμιά τρώγλη αυτοί; Ντυμένοι τις μεταξωτές πιζάμες τους, χουχουλιάζουν στον ακριβό καναπέ τους, εποπτεύοντας τον μικρούλη και χαριτωμένο υϊό Παρκ, ο οποίος την έχει δεί Ινδιάνος κατασκηνωτής κι εννοεί μέσα στον κατακλυσμό να στήσει την σκηνή του στον κήπο. Το ότι το ζεύγος Παρκ ανησυχεί για τον μπόμπιρα και του φωνάζει να μπεί μέσα και να ‘ρθει να κοιμηθεί στο μαλακό κρεβάτι του, όπως του λέει ο πατέρας του, προκαλεί ειρωνικά γέλια και ίσως κάποια σαδιστικού τύπου ικανοποίηση, όπως αυτή που προκαλεί το απερίγραπτο μακελειό που λαμβάνει χώρα στην οικία Παρκ, αναβιώνοντας τον τρόμο που είχε δοκιμάσει ο μικρός Ντα-Σονγκ Παρκ, μέσα στο σπίτι τους όταν πήγαινε στην 1η Δημοτικού. Η αστειότατη σκηνή της συνάντησης του μικρού λιχούδη με το «φάντασμα», προκαλεί και ανατριχίλες εκτός από γέλια, κυρίως όταν αναδρομικά ο θεατής συνειδητοποιεί την ταυτότητα του φαντάσματος…
Η σαν κωμωδία παρεξηγήσεων της 1ης ώρας, μετατρέπεται σε κλειστοφοβικό και αιματηρό εφιάλτη αλληλοεξόντωσης τη 2η ώρα, όχι όμως μόνο ανάμεσα στους Παρκ και τους Κιμ- η εκπληκτική σεκάνς που ξεκινάει με την απρόσμενη επιστροφή της απολυθείσας κακήν-κακώς προηγούμενης οικονόμου των Παρκ, πυροδοτεί ένα μακελειό που δεν αφήνει κανέναν αλώβητο και φέρνει στην επιφάνεια την έλλειψη αλληλεγγύης ακόμη και των ευρισκομένων σε παρόμοια δυσμενή θέση : η προηγούμενη οικονόμος, επιμένει ν’ αποκαλεί  «αδελφούλα» την σύζυγο Κιμ (πρώην σφηροβόλο) κι αυτή εκνευρίζεται γιατί μπορεί οι Κιμ να είναι φτωχοί, αλλά το χάλι της πρώην οικονόμου και του συζύγου της δεν το έχουν.
«Δεν έχουμε ούτε σπίτι, ούτε λεφτά, μόνο χρέη», φωνάζει η οικονόμος, και οι Κιμ αντικρύζοντάς την σα να βλέπουν το μέλλον τους, αυτό το μέλλον που δεν επιθυμούν επουδενί, που το μισούν και το διώχνουν μακριά.


Το αλληλοφάγωμα των κακομοίρηδων στο bunker της οικογένειας Παρκ, και η ανέμελη διαβίωση των κατ’ ουσίαν αδιάφορων και εχόντων ανοσία στη δυστυχία των άλλων, Παρκ στο πάνω πάτωμα, ενέχει και έναν συμβολισμό ο οποίος αποτυπώνεται και χωροταξικά : οι «αόρατοι» της ζωής,οι φτωχοί, αυτοί που κλέβουν φαγητό απ’ το ψυγείο-ντουλάπα της εύπορης οικογένειας που ζεί πάνω, αλληλοσφάζονται κάτω, οι προνομιούχοι οι οποίοι αγνοούν την ύπαρξη αυτού του καταφυγίου «από τυχόν επίθεση της Β.Κορέας ή απ΄τους πιστωτές» στο σπίτι τους, στην ουσία αγνοούν παντελώς και όσα αιματηρότατα εκτυλίσσονται στο υπόγειο, μέχρι το κάτω ν’ανέβει πάνω…
Στη φοβερή σεκάνς της προσωρινής εγκατάστασης των ταλαίπωρων Κιμ στη σπιταρώνα των Παρκ ενώ αυτοί απουσιάζουν,όπως και σ’αυτήν που ακολουθεί μετά την επιστροφή τους, έχουμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε τη λύσσα των μεν να γευτούν έστω και πρόσκαιρα τη μεγάλη ζωή, τη ζωή των εχόντων παχυλούς τραπεζικούς λογαριασμούς και μιά ευπρόσωπη στέγη πάνω απ΄το κεφάλι τους, την ορισμένου χρόνου ευζωϊα τους κι ανεμελιά, και την αναισθησία των δε (των προνομιούχων), οι οποίοι ακόμη κι όταν έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο με την καταστροφή (των άλλων ή και τη δική τους), ενδιαφέρονται μόνο για τη δική τους εξυπηρέτηση. Υπάρχει μία χαρακτηριστικότατη σκηνή ταξικής δυσφορίας , μέσα στ’αυτοκίνητο των Παρκ, το οποίο οδηγεί ο κύριος Κιμ (εξαιρετικός ο Kang- Ho Song) και στο πίσω κάθισμα η κυρία Παρκ, κομψή και αεράτη τιτιβίζει ανέμελα στο κινητό της κανονίζοντας τα του πάρτι που θέλει να οργανώσει φυσικά και η κυρία Παρκ αγνοεί παντελώς την πανωλεθρία που έπαθαν οι φτωχοσυνοικίες της περιοχής λόγω του κατακλυσμού. Φυσικά και αγνοεί ότι ο Κιμ που αυτή τη στιγμή σιωπηλά εξοργισμένος οδηγεί τ’αυτοκίνητό της, αναγκάστηκε να περάσει τη νύχτα σ’ ένα γυμναστήριο μαζί μ’εκατοντάδες άλλους που είδαν τα σπίτια τους να γίνονται μούσκεμα. Πιθανότατα ο κύριος Κιμ ήρθε στη δουλειά με τα ρούχα που φορούσε την προηγούμενη μέρα, αυτά που έγιναν εντελώς μούσκεμα το προηγούμενο βράδυ που έτρεχε μέσα στη βροχή σαν δραπέτης, πιθανότατα δεν είχε την άνεση να κάνει μπάνιο, γιαυτό και αναδίνει μία ύποπτη μυρωδιά που κάνει την κυρία Παρκ να κλείνει τη μύτη της αηδιασμένη. Γιατί άραγε ο Κιμ δεν είπε στην εργοδότριά του τι είχε συμβεί; Επειδή φοβόταν μην αποκαλυφθεί η οικογενειακη απάτη, ή για άλλο λόγο ;  Είναι κρίσιμη αυτή η μυρωδιά, η δυσωδία που διαπιστώνει αρκετές φορές και ο κύριος Παρκ και παρατηρεί πως είναι χαρακτηριστική των ανθρώπων που χρησιμοποιούν τον υπόγειο σιδηρόδρομο.
Αλλά ο κύριος Παρκ δεν έχει τέτοια μυρωδιά, γιατί απλούστατα αυτός διαθέτει αμαξάρα με οδηγό, και δεν είναι υποχρεωμένος να συγχρωτίζεται με την άπλυτη πλέμπα. Είναι αυτή ακριβώς η μυρωδιά που ο κύριος Παρκ διαπιστώνει τη μέρα του πάρτι, κι ενώ όλα έχουν καταστραφεί κι ο κήπος του έχει γεμίσει τραυματίες. 


Δε θέλει πολύ ο βαθιά οργισμένος κι απελπισμένος άνθρωπος για να εκραγεί, η πέραν περιγραφής έκφραση του κυρίου Κιμ, ως αντίδραση στη χειρονομία αποστροφής του κυρίου Παρκ, τα λέει όλα : για την αμετακίνητη (παρά τα επιφαινόμενα) διαχωριστική γραμμή που υπάρχει ανάμεσα στους δύστυχους Κιμ και τους προνομιούχους Παρκ,αυτή η γραμμή την μη υπέρβαση της οποίας εκτιμά πολύ ο κύριος Παρκ και την οποία ο Κιμ υπερβαίνει με τραγικότατα αποτελέσματα.
Όχι, δεν είναι διορθωτικό της οικονομικής ανισότητας το φινάλε της ταινίας : συγκινητικότατο και αβάσταχτο, αντί να ικανοποιήσει τον θεατή, τον βυθίζει ακόμη περισσότερο στη θλίψη, οι μη έχοντες έζησαν για λίγο σαν έχοντες, δοκίμασαν τις ανέσεις αυτών που διαθέτουν το χρήμα για να τις έχουν ως καθημερινότητα δεδομένη και όχι ως φωτεινή παρένθεση στη μιζέρια. Οι μη έχοντες παραμένουν στον πάτο του πηγαδιού, το πλάνο με τον κομψοντυμμένο νεαρό Κιμ να περιφέρεται ως νέος ιδιοκτήτης της οικίας των Παρκ δεν είναι αλήθεια, δεν είναι η πραγματικότητα, είναι η δυνητική πραγματικότητα στην οποία έχει γατζωθεί ο Κιμ Κι-Γού για ν’αντέξει.
Από αιματηρή ανατροπή των προνομιούχων, και ανελέητη ειρωνεία σε βάρος τους, η ταινία του Bong Joon-Ho αφήνει μία αίσθηση απελπισίας, θα κλείσει άραγε ποτέ η ψαλίδα;

Trivia : Η ταινία βραβεύτηκε με τον Χρυσό Φοίνικα στο φετινό Φεστιβάλ των Καννών, μετά από ομόφωνη ψήφο, κάτι που είχε να συμβεί απ’ το 2013. Επίσης είναι η επιλογή της Ν.Κορέας για τα επερχόμενα όσκαρ, στην κατηγορία Καλύτερη Ξενόγλωσση Ταινία.


Σχόλια