Πρόταση σερβιρίσματος


Μία γερή και σαρκαστικότατη σφαλιάρα στα καλοζωϊσμένα προσωπάκια των πάσης φύσεως διαμεσολαβητών της σύγχρονης Τέχνης, είναι η ταινία του Dan Gilroy με τίτλο VELVET BUZZSAW, σε σενάριο δικό του. Ο σαρκασμός όλων αυτών των μοδάτων,υπερφίαλων και με πολλά προσόντα ανθρώπων που περιτριγυρίζουν τις «ιερές αγελάδες» που δημιουργούν− τους καλλιτέχνες δηλαδή, διαποτίζεται από αίμα, το δικό τους αίμα που αρχίζει να κυλάει ανεξέλεγκτα τρομοκρατώντας τους.
Τί συνέπειες έχει η επιδεικτική αψήφιση της τελευταίας επιθυμίας κάποιου καλλιτέχνη; Βαρύνει περισσότερο το «πετάξτε τα όλα, μην αφήσετε κανένα ίχνος» που ζήτησε πριν πεθάνει, ο μυστηριώδης κι απολύτως κρυψίνους ζωγράφος Βέτριλ Ντηζ, απ΄το «τί νόημα έχει η Τέχνη αν δεν φαίνεται; » που ξεστομίζει η διψασμένη για φήμη,χρήμα κι επιρροή Τζοζεφίνα (πόσο πειστικά αχώνευτη η Zawe Ashton ) ; Μ’ευρηματικότατους τίτλους έναρξης συνοδεία της παιχνιδιάρικης μουσικής απ’ τους Marco Beltrami και Buck Sanders, αλλά κυρίως απολαυστικότατες ερμηνείες μ’ εμπροσθοφυλακή τους υπέροχους J.Gyllenhaal- R.Russo, η ταινία του Gilroy (ο οποίος μας έχει δώσει το εξίσου νοσηρό και σύγχρονό μας NIGHTCRAWLER) τοποθετείται στον θαυμαστό κι αξιοζήλευτο χώρο της Τέχνης, όπου ανθούν όλα τα ελαττώματα και μικροπρέπειες της ανθρώπινης φύσης.
«Ψωνισμένοι» κριτικοί Τέχνης οι οποίοι φλερτάρουν με την αξιοπρέπεια και τη σεμνότητα (σίγουρα γιατί είναι trendy), όπως ο τρομερός κριτικός Μορφ Βάντερβαλτ− εξαιρετικά πειστικός ο Gyllenhaal, γκαλερίστες με σκανδαλώδη ικανότητα προσαρμογής στις επιταγές της αδηφάγου, ανήθικης αγοράς, όπως είναι η γοητευτική Ροντόρα Χέηζ- πρώην αναρχική και νυν προμηθεύτρια καλού γούστου όπως λέει χαμογελώντας αυτάρεσκα σ’ έναν νέο καλλιτέχνη− η Rene Russo, σύζυγος του Gilroy, μετά τον εντελώς απαράδεκτο χαρακτήρα που υποδυόταν στο Nightcrawler, εδώ βουτάει στον μαγικό κόσμο της Τέχνης, την οποία όμως (παρά το αναρχικό, καλλιτεχνικό παρελθόν της) αντιμετωπίζει ως φανταιζί εμπόρευμαη Ροντόρα διαθέτει την πονηριά, γοητεία και πείρα για να οσμίζεται τα νέα ταλέντα που θα της αποφέρουν κέρδη για να συντηρεί την ακριβή και στυλάτη ζωή της, έχει το θράσος της εργοδότριας  για ν’αποκαλεί  τη δύστυχη και νεότατη υπάλληλό της Κόκο, «Ροκόκο» και τη συνειδησιακή ευκαμψία να συγχρωτίζεται με τους σωστούς ανθρώπους (βλ.τους γνώστες του αντικειμένου που εμπορεύεται) όπως είναι ο Μορφ φυσικά, «ο θεός στον χώρο μας» όπως του λέει.
Η απληστία, η αηδιαστική φιλαυτία κι η υποκρισία όλων αυτών των “fucking people”, όπως τους αποκαλεί σ’ ένα σπάνιο ξέσπασμα απελπισμένης ειλικρίνειας η φιλόδοξη Τζοζεφίνα, συγκρούεται μετωπικά με τον εφιαλτικό, δαιμονικό και απολύτως ιδιωτικό  κόσμο του μυστηριώδους Βέτριλ Ντηζ, ο οποίος σαν τη μαυροντυμένη χαμηλοβλεπούσα  μοναχή, ερεθίζει ακριβώς αυτούς που δεν θα ‘πρεπε, ακριβέστερα αυτούς που αν η βούλησή του ήταν διαφορετική, αυτοί οι άνθρωποι κατά πάσα πιθανότητα θ’αναλάμβαναν να τη γνωστοποιήσουν στο κοινό. Όμως η επιθυμία του Ντηζ (του οποίου το πτώμα βρίσκει το «κυνηγόσκυλο» ονόματι Τζοζεφίνα) ήταν σύντομη και σαφής : να τα πετάξουν όλα, να μη μείνει κανένα ίχνος των υπέροχα σκοτεινών, δυσοίωνων και πολυσήμαντων πινάκων του.
Η μεγάλη ειρωνεία αυτής της καταματωμένης σάτιρας περί Τέχνης, έγκειται ακριβώς στην αντίστοιξη μεταξύ του απελευθερωτικού/ιαματικού/εκτονωτικού χαρακτήρα που (εικάζουμε πως ) είχε για τον πολύπαθο Ντηζ η ενασχόλησή του με τη ζωγραφική και της φιλοχρήματης λογικής που διέπει την Ροντόρα και τους ομοϊδεάτες της : τον έτερο λυσσασμένο για κέρδος μέσω των Wow! καλλιτεχνών, γκαλερίστα Τζων Ντόντον (φοβερός Tom Sturridge), την αδίστακτη όπως αποδεικνύεται, Τζοζεφίνα− αυτή που μαθαίνει τα συγκλονιστικά νέα τελευταία αφού «εγώ απλώς φέρνω τους καφέδες κι απαντάω στα τηλέφωνα», αλλά το υφάκι της αναπληρώνει τη χαμηλή θέση της στην ιεραρχία, αλλά και την πρώην επιμελήτρια σε μουσείο Γκρέτσεν− πολύ καλή επίσης, η Toni Colette− η οποία αν και ήθελε ν’αλλάξει τον κόσμο μέσω της Τέχνης, τελικά έβαλε την επαναστατική ουρά στα σκέλια κι αποφάσισε να πάει εκεί που είναι το χρήμα : σ’αυτούς τους πλούσιους ιδιώτες οι οποίοι αγοράζουν «ό,τι τους πούνε» (οι ειδήμονες περί Τέχνης), όχι επειδή έχουν αγάπη για την Τέχνη καθ’εαυτή, αλλά γιατί έτσι θα περάσουν ένα ακαταμάχητο λούστρο την κοινωνική θέση τουςη Τέχνη γι’αυτούς είναι μέσο αυτοπροβολής και καταξίωσης.
Καθόλου τυχαία (και ίσως προβλέψιμα) οι μόνοι που γλυτώνουν απ ΄το καλλιτεχνικό σφαγείο (κυριολεκτικά), είναι όσοι δείχνουν ν’αντιστέκονται στη λογική «φρέσκο κρέας για πούλημα» (έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο χαρακτήρας που υποδύεται ο καθηλωτικά λιτός John Malkovich)απέναντι στη φρενίτιδα για δημοσιοποίηση των πάντων, ακόμα και παρά την αντίθετη εκπεφρασμένη βούληση του υποκειμένου, έρχεται το ίδιο το έργο Τέχνης ως τιμωρός για να βάλει στη θέση τους όλο αυτό το εκνευριστικό σμάρι των εμπόρων/ερμηνευτών/αναλυτών της Τέχνης που «με το ένα μάτι βλέπουν τους νάρκισσους και με το άλλο την τιμή των μετοχών στο χρηματιστήριο» όπως κατηγορείτο ο ποιητής Wordsworth.
Η ειδεχθής «τάξη» των ανθρώπων που έλιωσαν στη μελέτη, τα βιογραφικά τους γεμίζουν 10 σελίδες, έχουν αρκετή ευγλωτία και γνώσεις για να εξωραϊσουν ακόμη και την πιό εξόφθαλμη μπούρδα, και που το κρυφό μαράζι τους είναι ότι δεν κολυμπάνε στο χρήμα, στην ταινία του Gilroy γίνεται αντικείμενο ιδιαίτερης…περιποίησης. Η ίδια η Ροντόρα άλλωστε, έχει τατουάζ στον κομψό καρπό της το : no Death no Art 1983. Ποιός είπε ότι η ζωή δεν μιμείται την Τέχνη;




Σχόλια