Η μικρή μας ζούγκλα


Σκυλιά κάθε μεγέθους είναι οι σιωπηλοί μάρτυρες βίαιων πράξεων, στην ταινία του Matteo Garrone με τίτλο DOGMAN. Κοινωνικός δαρβινισμός,αφόρητη μιζέρια, λάσπη και παρανομία συνθέτουν το καταθλιπτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ζεί κι εργάζεται ο ασχημούλης, λεπτούλης και κοντούλης Μαρτσέλλο (έξοχος ο Marcello Fonte), περιποιείται σκυλιά στο κατάστημά του που βρίσκεται σε μία παραθαλάσσια πολίχνη της συμφοράς. Είναι απίστευτη η μιζέρια που αποπνέει  αυτή η ταινία κινούμενη σε μία χρωματική παλέτα του καφέ-πράσινου-γκρι, μουσκεμένη συχνά απ΄την εκνευριστική βροχή που δείχνει την πόλη ακόμη πιό άχαρη.
Ο Μαρτσέλλο αυτή η απερίγραπτη φάτσα, δεν είναι κανένα αγιόπαιδο, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να είναι αγαπητός στην τοπική  κοινωνία και να έχει μία μικρή παρέα φίλων με τους οποίους παίζει ποδόσφαιρο. Το αξιοσημείωτο μ’αυτή τη λιτή αλλά τόσο σπουδαία ταινία είναι, αφενός το ότι τουλάχιστον με δύο πλάνα φανερώνει το, καθόλου λυτρωτικό, φινάλε στον προσεκτικό θεατή ,αφετέρου ότι αποτελεί, εξ αντιδιαστολής, την καλύτερη «προπαγάνδα» για την ήσυχη, μετρημένη ζωούλα, αυτή που ορίζεται απ’ το «δόξα τω Θεώ να λέμε» και «μη χειρότερα».
Το ότι ο ταπεινός, και μικρός στο δέμας Μαρτσέλλο, ορθώνει ανάστημα (η σκηνή όπου μάλλον σκέφτεται τι θα κάνει, ενώ απολαμβάνει τη θάλασσα αγκαλιά με την πολυαγαπημένη του κόρη είναι κομβικής σημασίας), και ζωντανεύει την ιστορία του Δαυίδ και του Γολιάθ, δεν τον ανεβάζουν και τόσο στα μάτια μας, πολύ περισσότερο δεν τον ανεβάζει η πράξη του στα μάτια της μικροκοινωνίας, απ’ την οποία «εκδιώχτηκε» κλωτσηδόν μόλις έκανε τη στραβή.  διότι για τα ήθη της μικρής κοινωνίας όπου ζούσε ο Μαρτσέλλο, ο φόνος και η κλοπή είναι βαριά αδικήματα, η πώληση ναρκωτικών όχι.
Δεν είναι αξιοζήλευτος τύπος ο Μαρτσέλλο, ζηλεύει κανείς αυτόν που την πληρώνει πάντα ; αυτόν που τρώει καρπαζιές από κάποιον πιό θηριώδη, πιό θρασύ και πιό βίαιο, όπως είναι ο πρώην μποξέρ Σιμόνε-κοκαϊνομανής, με νοοτροπία κακομαθημένου 10χρονου, ο οποίος τρομοκρατεί τους επιχειρηματίες της πόλης;
Ο επίσης εξαιρετικά πειστικός στο ρόλο, Edoardo Pesce είναι το αντίπαλο δέος (κυριολεκτικά) που επιβάλλεται στην τοπική κοινότητα μοιράζοντας κουτουλιές και μπουνιές… Το πεινασμένο/θαμπωμένο βλέμμα του Μαρτσέλλο, ενώ κοιτάζει τόσα γυμνά γυναικεία καλίγραμμα κορμιά μαζεμένα, στο τοπικό κλαμπ που τον πήγε ο θηριώδης Σιμόνε, και το βλέμμα ικανοποίησης που δεν τολμάει να εκδηλωθεί αλλά στηρίζει απ΄τα μετόπισθεν, ενώ ο Σιμόνε σαπίζει στο ξύλο κάποιον  που δεν του έκανε το χατήρι, συνοψίζουν απαράμιλλα τον χαρακτήρα αυτού του ανθρώπου που δείχνει μεγάλη τρυφερότητα στην κόρη του και τα σκυλιά που περνούν το κατώφλι του μαγαζιού του, και αποδεικνύεται πιό πονηρός απ΄όσο δείχνει. Πράττει με πονηριά το αδιανόητο ο Μαρτσέλλο, κάνει αυτό που κι οι υπόλοιποι της παρέας σκέφτονται και συζητάνε, αλλά μέχρι εκεί.  όχι τόσο επειδή αυτοί είναι πιό νομοταγείς, όσο επειδή δεν έχουν ισχυρό κίνητρο. Και το κίνητρο του Μαρτσέλλο είναι η εκδίκηση επειδή τον έπιασαν κορόϊδο,του την έφεραν, αθέτησαν την υπόσχεσή τους κλπ.
Μπορεί ένας ανθρωπάκος να προκαλέσει μεγάλο κακό ; βεβαίως και μπορεί, το θέμα είναι τι γίνεται μετά, κι αυτό το μετά υπονοείται υπέροχα στην τελευταία σκηνή της ταινίας. «Ελάτε να δείτε τι έκανα!» φωνάζει μ’ όλη του τη δύναμη ο τσακισμένος Μαρτσέλλο, στους πρώην φίλους του, ελπίζοντας πως τώρα θα συμφιλιωθούν, ελπίζοντας πως η πράξη του θα ξεπλύνει αυτό που έκανε πριν  και δεν  του συγχωρούν.
Η ανάγκη/δίψα γι’ αποδοχή, συνυπάρχει με την ικανοποίηση ότι εξολοθρεύτηκε η απειλή, ο Μαρτσέλλο μ’ένα απερίγραπτο βλέμμα μοιάζει σαν κάποιον που περιμένει να τον βραβεύσουν για το κατόρθωμά του,αλλά ταυτόχρονα αμφισβητεί αν αυτό που έκανε αξίζει βραβείο τελικά. Το ποντικάκι βρυχήθηκε, αλλά δεν υπήρχε κανείς να το χειροκροτήσει.
Η μοναξιά του αποσυνάγωγου κυκλώνει τον δύστυχο Μαρτσέλλο,σαν την άχαρη πλατεία όπου κάθεται πελαγωμένος. Σ’αυτή τη βρώμικη πόλη που βρέχεται νυχθημερόν απ΄τη θάλασσα, η ζωή δεν είναι το ύψιστο αγαθό και προστατευτέα αξία, το ύψιστο αγαθό φαίνεται πως είναι η αλληλεγγύη, να μην προδίδεις τους ομοίους σου.

Trivia : Ο Fonte βραβεύτηκε για την ερμηνεία του, στο Φεστιβάλ Καννών του 2018.




Σχόλια