Σα να μη χωρίσαμε


Αβάσταχτα νοσταλγική (πρωτίστως για τους εμπλεκόμενους) και θαυμαστά τρυφερή είναι η ταινία BLUE JAY (2016), σε σκηνοθεσία Alex Lehmann και σενάριο του πρωταγωνιστή Mark Duplass.
Τί μπορεί να συμβεί όταν 2 πρώην εραστές ξανασυναντηθούν μετά από 20 ολόκληρα χρόνια ; «Κατ’ αρχάς, συνέβη η ζωή» είναι μία πρώτη εύκολη απάντηση. Τί έγινε όμως με τη σχέση τους ; Αυτοί οι δυό που βλέπουμε τώρα να βαδίζουν χωριστά ο καθένας προς τ’αυτοκίνητό του, ο Τζιμ και η Αμάντα, ήταν κάποτε ένα (όσο ένα μπορούν να είναι δυό ξέχωρες ατομικότητες), ήταν γνωστοί στη μικρή πόλη της Καλιφόρνια όπου ζούσαν, ως «πιτσουνάκια», ήταν οι αγαπημένοι πελάτες αυτού του αιωνόβιου Γουένι, που έχει ακόμη το μικρό παντοπωλείο στην περιοχή.
Ευτύχησε η ταινία να έχει για πρωταγωνιστές τους θαυμάσιους και πειστικότατους Sarah Paulson και Mark Duplass. Είναι οι μικρές λεπτομέρειες που το δίδυμο αποδίδει τόσο υπέροχα, κάνοντας αυτό το αποκλειστικά ασπρόμαυρο συναισθηματικό μονόπρακτο, μία γοητευτικότατη ταινία για τις συνέπειες μίας τυχαίας επανασύνδεσης− άλλωστε όλα τα συνταρακτικά του βίου μας,συνήθως τυχαία συμβαίνουν. Η Αμάντα και ο Τζίμ. Το Α-θηλυκό (εικάζουμε απ΄τη γενικότερη παρουσία της) με την ευτυχισμένη όπως δηλώνει ζωή, και ο κλαψιάρης Τζιμ (προς στιγμήν μπήκα στον πειρασμό να σκεφτώ πως γιαυτό το λόγο χώρισαν), ο σαφώς πιό εκδηλωτικός κι αμήχανος του ζεύγους, μεταδίδει αυτή την αμηχανία του και στην Αμάντα, η οποία όμως (όπως κι αυτός) προτιμάει αρχικώς την ασφάλεια της «ακίνδυνης» συζήτησης για το πώς εξελίχθηκαν οι ζωές τους απ ΄το χωρισμό τους και μετά.
 Οι εξαιρετικοί ηθοποιοί φαντάζουν τόσο δικοί μας όταν «πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο» στο σύγχρονο «ναό» των αστών : ένα σούπερ-μάρκετη έκπληξη διαδέχεται την αμηχανία που ξαναδιαδέχεται η έκπληξη, η πανέμορφη και τόσο λαμπερή  Αμάντα κοιτάζει τον Τζιμ μ’αυτή την περιέργεια των ανθρώπων που αγάπησαν πολύ κάποτε, έχει μία σκληρότητα το βλέμμα της, η αρχική εντύπωση ότι αυτή είχε το πάνω χέρι στη σχέση τους, επιβεβαιώνεταιη Αμάντα μοιάζει η πιό σίγουρη, τολμηρή και πειραχτήρι, που λατρεύει να πειράζει τον Τζιμ, ο οποίος συμμετείχε ολόκαρδα μ’αποτέλεσμα να κυλιούνται κι δυό στο πάτωμα απ΄τα γέλια− έχουμε την ευκαιρία να δούμε μιά απολαυστική αναβίωση των παιχνιδιών τους, με αποκορύφωμα ένα παιχνίδι ρόλων που έπαιζαν υποδυόμενοι τους Χέντερσον να γιορτάζουν την 20η επέτειο του γάμου τους. Δεν είναι φθηνό ρομάντζο η ταινία του Lehmann, σαν αυτά που μάζευε η μητέρα του Τζιμ και χλευάζει η Αμάντα, δεν διολισθαίνει στο βαρύ μελό κι αυτό ακριβώς την κάνει τόσο αβάσταχτη και για τον θεατή. τον θεατή που ‘χει ερωτευθεί δυνατά τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του, και που νόμισε πως το «για πάντα» είναι αλήθεια, κι όχι ευσεβής πόθος των ερωτόκριτων.
Το ωραίο εύρημα του «θεατρικού» που στήνουν στο σπίτι του Τζιμ,  όπου ξανα-υποδύονται το ζευγάρι των συζύγων, απελευθερώνει τα συναισθήματα και των δυό, αυτά που αδρανούσαν για μιά εικοσαετία και είναι η «παιδική χαρά» πριν το αμοιβαίο ξέσπασμα. όχι δεν ήταν η κλάψα του Τζιμ η αιτία του χωρισμού τους, αλλά κάτι σοβαρότερο.
Δεν τελειώνουμε ποτέ με τους ανθρώπους, κυρίως μ’αυτούς που άφησαν το σημάδι τους μέσα μας. Το πολύ συγκινητικό, και κόντρα στη λογική αλληλοεξόντωσης, φινάλε της ταινίας κουβαλάει μία αμφισημία που δηλώνεται με το πέραν περιγραφής βλέμμα της Αμάντα προς τον πρώην έρωτά τηςείναι άραγε «σ’αγαπάω βρε χαμένε, κι ας μην είμαστε μαζί» βλέμμα, ή «νιώθω τέτοια ανακούφιση, επιτέλους καλέ μου τώρα νιώθω πως χωρίσαμε οριστικά» βλέμμα ;
Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι μίσος και μνησικακία κι εκδικητικότητα αυτό που έμεινε, αλλά αγάπη. Κι όπως πολύ εύστοχα έγραψε ένας φίλος «όταν αγαπάς κάποιον, δεν ξε-αγαπάς. Αν ξε-αγαπήσεις, δεν τον αγάπησες ποτέ»…

Trivia : Η ταινια γυρίστηκε στο Crestline της Καλιφόρνια μέσα σε 7 μέρες. Οι ηθοποιοί είχαν γνώση μίας σύνοψης της ιστορίας και των χαρακτήρων που θα ενσάρκωναν, και αφέθηκαν ν’αυτοσχεδιάσουν.





Σχόλια