" Δεν μπορείτε καν να μας δείτε" *


*ατάκα του Άντερς Μπρέϊβικ προς τον συνήγορό του,μετά την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας και την καταδίκη του.



Μία άκρως συγκλονιστική αναπαράσταση του μακελειού που συντάραξε τη Νορβηγία το καλοκαίρι του 2011, παρουσιάζει η ταινία του Paul Greegrass με τίτλο 22 JULY ( βασισμένη στο βιβλίο One of us : The story of a massacre in Norway- and its aftermath της Asne Seierstad), παραγωγής Netflix.
Στις  22/7/2011 ο νεοναζί Άντερς Μπρέϊβικ πραγματοποίησε διπλό έγκλημα : μία βομβιστική επίθεση έξω απ΄τα κυβερνητικά κτίρια στο Όσλο με αποτέλεσμα το θάνατο 8 ατόμων, και κατόπιν μετάβαση στο νησάκι Ούτογια όπου βρισκόταν η κατασκήνωση της Νεολαίας του (κυβερνώντος) Εργατικού Κόμματος, όπου και δολοφόνησε 69 άτομα− σύνολο νεκρών : 77, τραυματίες : περίπου 200. Χωρίς διάθεση φθηνής δραματοποίησης και ηδονοβλεπτικής προσέγγισης της βίας (κατά προσωπική εκτίμηση), ο Greengrass ξεδιπλώνει μπροστά στα έκπληκτα μάτια του θεατή, λεπτό προς λεπτό το χρονικό μίας απίστευτης εγκληματικής ενέργειας, την οποία σχεδίασε και εξετέλεσε ο φανατικός (και σίγουρα χρήζων παρατήρησης και ψυχολογικής βοήθειας) νεοναζί, αυτοαποκαλούμενος «Ιππότης του Ναού», Μπρέϊβικ.
Ο Anders Danielsen Lie στον πρωταγωνιστικό ρόλο είναι καθηλωτικός, ένας μονόχνωτος, ψυχρά υπολογιστής και απολύτως συγκεντρωμένος στο στόχο του φαίνεται να ήταν ο Μπρέϊβικ,πεπεισμενος ότι βρίσκεται «σε αποστολή» για την οποία «είχε επιλεγεί»,σχεδίασε και υλοποίησε μαζική εξόντωση «Μαρξιστών, φιλελευθέρων και παιδιών της ελίτ» όπως φωνάζει στα παραλυμένα από τρόμο θύματά του στη σοκαριστική σεκάνς του μακελειού, που καταλαμβάνει το πρώτο μισάωρο της ταινίας. Αν αξίζει για κάτι αυτή η ταινία, σίγουρα αυτό δεν είναι η μαζική εξόντωση καθευτή, το να βλέπουμε τον φανατικό Μπρέϊβικ (ο οποίος απαιτούσε άμεση κατάργηση των νόμων που επέτρεπαν την είσοδο αλλοδαπών στη Νορβηγία κι ανήρτησε πριν το έγκλημά του πολυσέλιδο μανιφέστο στο διαδίκτυο) να πυροβολεί, κυριολεκτικά στο ψαχνό, αλλά οι σκέψεις που προκαλεί (που πρέπει να προκαλέσει) σε νομικούς και μη.
 Είναι πραγματικά εξοργιστική η παρακολούθηση, απ΄τη μία πλευρά των δύστυχων θυμάτων του Μπρέϊβικ, των βαρύτατα τραυματισμένων αλλά διασωθέντων ( όπως ήταν ο Βίλαρ Χάνσεν− ο εξαιρετικός Jonas Strand Gravli), και των συντετριμμένων γονιών που θρηνούν τα παιδιά τους, και απ΄την άλλη του αμετανόητου,ναρκισσιστή και υπομειδιώντα Μπρέϊβικ να πίνει ήρεμος το αναψυκτικό του και να τρώει την πίτσα του που τσακίστηκαν να του φέρουν στο αστυνομικό τμήμα όπου μεταφέρθηκε μετά τη σύλληψή του. Απ΄τη μία ο σακατεμένος Βίλαρ ο οποίος δέχτηκε 5 πυροβολισμούς με τη μία σφαίρα να εκρήγνυται μέσα στο κεφάλι του,απ΄την άλλη ο Μπρέϊβικ που ποζάρει αυτάρεσκα στους φωτογράφους μετά τη σύλληψή του, κι αργότερα στο ακροατήριο, έχει το θράσος να χαιρετήσει ναζιστικά, χωρίς μάλιστα κανείς απ΄τους συνηγόρους να διαμαρτυρηθεί, χωρίς ούτε η Πρόεδρος του δικαστηρίου να τον επιπλήξει!
Η σύγκριση του πόνου/θρήνου που προκάλεσε η ασύλληπτη πράξη του Μπρέϊβικ  με την στάση του κατόπιν,οδηγεί τον θεατή αν όχι στη σφοδρή επιθυμία ανταπόδοσης του κακού που προκάλεσε, σίγουρα στην σκληρή τιμωρία του. Αυτή όμως η αντιπαραβολή δεν γίνεται προβοκατόρικα πιστεύω, με διάθεση να ερεθίσει αντανακλαστικά λιντσαρίσματος (η αντίδραση Αρχών, αλλά και συγγενών των θυμάτων του νεοναζί, είναι αυτή της…αξιοπρεπούς οργής θα έλεγα, σίγουρα αν αυτη η τραγωδία συνέβαινε σε μεσογειακή χώρα τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά) ,αλλά αντιθέτως όλη η ταινία αποτελεί επιχείρημα υπέρ της προσπάθειας αντιμετώπισης τέτοιων πράξεων «με το Νόμο, κι όχι με τα όπλα» όπως λέει χαρκτηριστικά στους δημοσιογράφους ο πρωθυπουργός της χώρας (τον υποδύεται θαυμάσια ο Ola G.Furuseth).
Η ταινία του Greengrass με τις πειστικότατες ερμηνείες του καστ− εκτός του θαυμάσιου Lie, μνείας αξίζει και ο Jon Oigarden που υποδύεται τον συνήγορο υπεράσπισης του νεοναζί, Γκέηρ Λίπσταντ (οι διάλογοι Μπρέϊβικ- Λίπσταντ στην αρχή και το τέλος της ταινίας είναι σημαντικότατοι, θα ‘πρεπε να προβάλλονται στις Νομικές Σχολές) αλλά και η ωραία Maria Bock που υποδύεται τη δυναμική Κριστίν Κριστόφερσεν,μητέρα του Βίλαρ και υποψήφια Δήμαρχο- δοκιμάζει τις ηθικές αντοχές μας. Η ταινία του Greengrass παρουσιάζει γλαφυρά τη μέγιστη ηθική δοκιμασία για κάθε Πολιτεία που θέλει ν’αποκαλείται ευνομούμενη : πώς οφείλεις ν’αντιμετωπίσεις τον δράστη ενός αποτρόπαιου εγκλήματος ; με το γάντι ή με το τσεκούρι; αλλάζει η απάντηση αν τα πραγματικά περιστατικά ήταν αντεστραμμένα, δηλαδή αν ήταν ο δράστης μέλος του Εργατικού Κόμματος (όπως ήταν τα θύματά του) και τα θύματα νεοναζί (κι όχι νεολαίοι του Εργατικού Κόμματος ) ; Οι σκηνές στο δικαστήριο όπως κι εκτός αυτού με τους εξοργισμένους συγγενείς των θυμάτων του Μπρέϊβικ ν’αγανακτούν με το Νόμο που δίνει δικαιώματα στον κατηγορούμενο, είναι χαρακτηριστικές. το Δίκαιο και όσα αυτό επιτάσσει δεν συμβαδίζουν πάντοτε με το «κοινό περί Δικαίου, αίσθημα», ιδίως όταν έχεις απέναντί σου το θύμα της εγκληματικής ενέργειας. Επίσης εξόχως σημαντικές ,επειδή καταδεικνύουν την άκρως ανησυχητική άνοδο του νέο-ναζισμού παγκοσμίως, είναι δύο ατάκες που ακούγονται στην ταινία, η μία διά στόματος ενός απ΄τα επιφανή μέλη ακροδεξιάς ομάδας η οποία είχε επικοινωνία με τον Μπρέϊβικ : «υπαρχει πολύς φόβος και θυμός εκεί έξω, εξαπλωνόμαστε γρήγορα» και η άλλη διά στόματος Μπρέϊβικ όταν έχει τελειώσει η ακροαματική διαδικασία και έχει απαγγελθεί η ποινή του, ενώ μιλάει με τον Λίπσταντ για τελευταία φορά : «δε μπορείτε καν να μας δείτε» λέει στον (εικάζω) σοκαρισμένο, πρωήν συνήγορό του όταν του λέει πως αυτός, τα παιδιά του και τα παιδιά των παιδιών του θα συντρίψουν τους θιασώτες του ναζισμού.
Αν το ύψιστο στοίχημα που καλούμαστε, ως άτομα ή ως Πολιτεία, να κερδίσουμε, είναι το να μένουμε πιστοί στις αξίες μας ακόμα κι όταν ΔΕΝ μας συμφέρει (και η απερίγραπτη πράξη του Μπρέϊβικ ήταν μία τέτοια περίπτωση),τότε η αξία της ταινίας βρίσκεται σ’αυτό : στο να μην ανοίγεις το κεφάλι στα δύο,του ανθρώπου που έσπειρε τον όλεθρο, στο να μη γίνεσαι όμοιός του.
Η πραγματικότητα πάντως, εκδικείται με τον τρόπο της τον μακελάρη : αυτός σαπίζει ακόμη στην απομόνωση της φυλακής, ενώ ο Βίλαρ στέκεται πάλι στα πόδια του και σπουδάζει νομικά, φιλοδοξώντας ν’ασχοληθεί με την πολιτική, όπως πληροφορούμαστε πριν τους τίτλους τέλους της ταινίας.

Σχόλια