Ράβε - ξήλωνε...


Δεν είναι πρωτάρης στη σκηνοθεσία ο ηθοποιός Stanley Tucci. Η τελευταία δουλειά του σ’ αυτόν τον τομέα, με τίτλο FINAL PORTRAIT (βασισμένη στο βιβλίο του James Lord, A Giacometti Portrait) είναι μία απολαυστικότατη καταγραφή του 18ήμερου που πέρασε ο Τζέημς Λορντ- Αμερικάνος συγγραφέας, φίλος του θρυλικού Alberto Giacometti, στο στούντιό του προκειμένου να του ζωγραφίσει το πορτραίτο (ο Giacometti του Λορντ, μην μπερδευόμαστε).
Ο Geoffrey Rush υποδυόμενος τον Ιταλο-Ελβετό καλλιτέχνη είναι αστειότατος, υπέροχος και κρατάει όλη την ταινία πάνω του (υπό την έννοια πως αυτός είναι ο βασικός πόλος έλξης), συνεπικουρούμενος απ ΄τον άξιο συμπρωταγωνιστή του, Armie Hammer που υποδύεται τον ωραίο Τζέημς ο οποίος στωϊκά, με τρυφερότητα, υπομονή και σεβασμό κάνει το χατήρι του ζωγράφου-γλύπτη και ποζάρει επί 18 ημέρες, ανεχόμενος τη μόνιμη ανασφάλειά του, την τελειομανία του και τις διαχύσεις με την ερωμένη του Κάρολαϊν (η πολύ καλή Clemence Poesy) ενώπιον της συζύγου του Ανέτ (η Sylvie Testud)… Γιατί ναι, μπορεί ο Giacometti να ήταν μεγάλος και τρανός καλλιτέχνης, αλλά υπόδειγμα συζύγου δεν ξέρω αν ήταν.
Στο Παρίσι του 1964 λοιπόν, συναντά τον φίλο του Τζέημς και του προτείνει να τον ζωγραφίσει. Είναι πάρα πολύ ενδιαφέρων ο τρόπος που οι δύο ηθοποιοί ερμηνεύουν τον ζωγράφο- γλύπτη και το μοντέλο του αντιστοίχως : ο μεν G.Rush πλάθει έναν Giacometti νευρωτικό με το έργο του, που καπνίζει συνέχεια, δουλεύει συνέχεια, και δεν είναι ποτέ μα ποτέ ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα. Βλέπουμε φερειπείν να κάθεται με όρεξη μπροστά στο καβαλέτο, να σκιτσάρει για μερικά λεπτά τον ακίνητο σαν άγαλμα Τζέημς που κάθεται απέναντί του, και μετά από λίγο να τα βροντάει όλα κάτω φωνάζοντας αγανακτισμένος “oh, fuck!!”. Ο δε Hammer, πλάθει έναν Τζέημς Λορντ σεμνό, με απέραντη ανεκτικότητα στα καπρίτσια του καλλιτέχνη-φίλου του, χωρίς καμία αλαζονεία ή τουπέ έρχεται κάθε μέρα στο στούντιο του Giacometti πιστός στο ραντεβού τους και απολαμβάνει την τιμή που του κάνει αυτός ν’ ασχοληθεί μαζί του τόσες ώρες.
Η αγάπη, ο σεβασμός και η ανοχή φαίνονται στο βλέμμα του γοητευτικού Τζέημς, ο οποίος ξέρει ότι δεν θα ξεμπερδέψει εύκολα μ’αυτόν τον χειμαρρώδη τύπο, αλλά κάτι τον κρατάει στη θέση του ακίνητο. Είναι μάλλον ο θαυμασμός του γι’ αυτόν τον άνθρωπο, που μοιάζει να επιδιώκει μονίμως το τέλειο, γιαυτό και θα ‘ ναι κάπως ικανοποιημένος αν πετύχει το καλό. Βέβαια ο συμπαθέστατος Giacometti αδυνατεί να ολοκληρώσει τα έργα του (ή τουλάχιστον έτσι νομίζει), αυτοχαρακτηρίζεται μάλιστα ψεύτης στην αρχή της ταινίας, επειδή όπως λέει στον Τζέημς, επί 35 χρόνια παραδίδει έργα ημιτελή. Σε μία σκηνή όπου οι δύο φίλοι βολτάρουν στο Παρίσι, ο Λορντ εξομολογείται στον ζωγράφο πως ανέκαθεν ήθελε να βλέπει  όπως εκείνος. Για να του απαντήσει ο Giacometti ότι το δικό του πρόβλημα  ανέκαθεν ήταν πως αδυνατούσε να μεταδώσει στους άλλους το πώς έβλεπε τα πράγματα−ήθελε να μεταδώσει στους άλλους αυτό το βίωμα μέσω της τέχνης του.
Μία και μισή ώρες διαρκεί  η ταινία αλλά κυλάει σαν δροσερό ποταμάκι, κι αυτό οφείλεται στο σφιχτοδεμένο σενάριό της(του Tucci επίσης) και τις εξαιρετικές ερμηνείες του πρωταγωνιστικού ζεύγους.
«Είναι τιμή μου που με ζωγράφισες» λέει ο Τζέημς στον Giacometti σε μία απ΄τις πιό αστείες σεκάνς της ταινίας, για να τον προσγειώσει απότομα ο δεύτερος λέγοντάς του «έχεις τρελαθεί εντελώς;», αποδεικνύοντας πως ως αληθινά μεγάλος καλλιτέχνης (και όχι ψωνισμένος δημοσιοσχετίστας) δεν έπαιρνε τον εαυτό του στα σοβαρά, για την ακρίβεια  θεωρούσε ότι δεν έπρεπε ν’ασχοληθεί ποτέ με τη ζωγραφική και λοιπά ανασφαλή που δεν διστάζει να τα λέει δυνατά, ενώπιον του μοντέλου του. Το ότι η ταινία του Tucci εστιάζει σ’ ένα μόνο περιστατικό του έργου του διάσημου γλύπτη-ζωγράφου και κατορθώνει να φτιάξει ένα ικανοποιητικό «πορτραίτο» της ιδιοσυγκρασίας του, μόνο στα θετικά μπορεί να υπολογιστεί. Αξίζει ν’αναφέρουμε την πολύ όμορφη μουσική δια χειρός Evan Lurie και την ερμηνεία του Tony Shalhoub, που υποδύεται τον αγαπημένο αδελφό του Giacometti, Ντιέγκο− τέρας υπομονής.
Ίσως ήταν φανατικός συλλέκτης ενάρξεων ο κύριος Αλμπέρτο (γιαυτό ίσως, πάθαινε κατάθλιψη και κρίσεις ανασφάλειας όταν κόντευε να ολοκληρώσει κάποιο έργο του).   ίσως γνώριζε (κι αυτό τον τρέλαινε) πιό καλά απ΄όλους τους θαυμαστές του έργου του, αφενός ότι το βίωμα, το πώς  αντιλαμβανόμαστε κάτι,η εμπειρία , στην ουσία είναι αμετάδοτη, αφετέρου πως το αρτιότερο έργο τέχνης, υπάρχει μόνο μέσα στο μυαλό μας, όσα υλοποιούμε και παραδίδουμε στον κοινό θαυμασμό, είναι απλώς ατελή αντίγραφα.

Σχόλια