Ο Φρόϊντ κρύβεται στη φόδρα



Η πιό πρόσφατη ταινία του Paul Thomas  Anderson με τίτλο PHANTOM  THREAD  (σε σενάριο δικό του) πρέπει να έχει ικανοποιήσει  πολύ τους ψυχολόγους φαντάζομαι, ψυχαναλυτές και συναφείς ειδικότητες. Το πορτραίτο ενός κατά βάση εγωϊστικού καθάρματος αλλά μεγάλου δημιουργού και τους  περίπλοκους συσχετισμούς δυνάμεων που δένουν έναν άνδρα και μιά γυναίκα, μας  δείχνει ο σκηνοθέτης-σεναριογράφος εδώ,τοποθετώντας το πλαίσιο του δράματος στο Λονδίνο του 1950.
Ο Ρέϊνολντς  Γούντκοκ (θαυμάσιος ο Daniel Day Lewis, γι’άλλη μία φορά) είναι τρανός  μόδιστρος της υψηλής ραπτικήςψωμίζεται απ΄την δημιουργία  υπέροχων (και πανάκριβων ) ρούχων που ντύνουν τις πλέον ευκατάστατες κυρίες της κοινωνίας, τοπικής και ευρύτερης. Ο Ρέϊνολντς είναι καλλιτέχνης πάνω απ’όλα, εμπνέεται και δημιουργεί στο βασίλειό του, ένα υπέροχο σπίτι που λειτουργεί και ως  Οίκος μόδας, το οποίο επιβλέπει και συντονίζει η αδελφή του, η τρομερή Σύριλ (έξοχη η Leslie Manville− θα ήθελα πολύ να της δώσουν κι ένα όσκαρ), η οποία φροντίζει για όλα τα καθημερινά, επαγγελματικά, διαδικαστικά, ώστε ο αγαπημένος της αδελφός να δημιουργεί  απερίσπαστος, ώστε  πάντα να χτυπούν την πόρτα τους ξετρελαμένες μαζί του πελάτισσες, σαν την κόμησσα  Ενριέττα Χάντινγκ (πόσο πειστική η Gina Mckee) ή την Μπάρμπαρα Ρόουζ, εύπορη μέχρι αηδίας (και με νευρικότητα ανυπόφορη επίσης− η Harriet Samsom Harris δίνει ένα μικρό ρεσιτάλ), που τον κοιτάζουν μέσα στα μάτια, περιμένουν εκείνη τη λέξη απ’ το στόμα του που θα τις βεβαιώσει πως ναί, οι ράφτρες που δουλεύουν αγόγγυστα στον Οίκο μόδας Γούντκοκ, υλοποίησαν επακριβώς το όραμα του εργοδότη τους− έραψαν ένα ονειρεμένο φόρεμα.
Είναι γοητευτικότατη η ταινία του Anderson κι αυτό το οφείλει πρωτίστως στην εξαίρετη πρωταγωνιστική τριάδα των Lewis, Manville και Krieps. Η τελευταία , με αναγεννησιακή φυσιογνωμία,ανθεκτικό χαρακτήρα και ιδανικές αναλογίες (όπως της επισημαίνει έκπληκτη η Σύριλ στην έξοχα αλληγορική σκηνή που της παίρνουν μέτρα) είναι ο καταλύτης στην τακτοποιημένη ζωή του Ρέϊνολντς, η γυναίκα που, όχι χωρίς κάποιο δισταγμό, μπαίνει στον μαγικό κόσμο του, γίνεται μούσα κι ερωμένη του, για να συνειδητοποιήσει κατόπιν, πόσο μυστήριο και δύσκολο πλάσμα είν’ αυτός ο γοητευτικός σχεδιαστής, που μοιάζει ισοβίως στοιχειωμένος απ΄τον θάνατο της πολυαγαπημένης του μητέρας.
« Η μητέρα μου, μου έμαθε το επάγγελμά μου», λέει στην Άλμα− την ελαφρώς αδέξια σερβιτόρα Άλμα− με ύφος που δεν ανέχεται ούτε ειρωνεία, ούτε έλλειψη σεβασμού. Θα ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρον να δούμε πως θ’αντιδρούσε ο ευγενικός Ρέϊνολντς, σε τυχόν ασεβές σχόλιο της Άλμα.
Τα βλέμματα έχουν μεγάλη σημασία σ’αυτή την ταινία.   οι κομβικής σημασίας σκηνές του πρωινού γεύματος που παίρνει ο Ρέϊνολντς, με την αδελφή του και την εκάστοτε μούσα του (αφού εξαφανίστηκε απ΄την εικόνα η Τζοάννα, τώρα είναι η Άλμα), και του ρομαντικού δείπνου-έκπληξη της Άλμα προς αυτόν, είναι  χαρακτηριστικές και απεικονίζουν με απαράμιλλο τρόπο το καθεστώς που επικρατεί στον Οίκο μόδας Γούντκοκ (αλλά και μέσα στο κεφάλι του Ρέϊνολντς) : η καθημερινή ρουτίνα του τρανού σχεδιαστή δεν πρέπει να διαταραχτεί σε καμία περίπτωση, ούτε κι απ΄τον ενοχλητικό θόρυβο που παράγει η δύστυχη Άλμα ενώ προσπαθεί να βουτυρώσει τη φρυγανιά της. Η Άλμα όμως, η αδέξια, ψηλή σερβιτόρα που καταγοήτευσε  τον κύριο Γούντκοκ, είναι  αποφασισμένη να κάνει αισθητή την παρουσία της μέσα σ’αυτό το σπίτι. Αν ο Ρέϊνολντς φέρεται σαν απόμακρος κι απαιτητικός μονάρχης, ακόμη και στη γυναίκα που υποτίθεται  του έχει πάρει τα μυαλά (ή μήπως ακριβώς γι’ αυτό; ) τότε η «υποτελής» του Άλμα, θα χρησιμοποιήσει  τα μέσα των υποτελών προκειμένου να επιβιώσει δίπλα του : την πονηριά και το έγκλημα. Με τον εξουθενωμένο απ΄την παροδική ασθένειά  του, Ρέϊνολντς, και την περιποιητική κι αφοσιωμένη σ’ αυτόν Άλμα, ο προσεκτικός θεατής διακρίνει το νοσηρό σχήμα εντός του οποίου ζεί η σχέση αυτών των δύο ισχυρών προσωπικοτήτων : ο κυρίαρχος, ο σαν Θεός, παύει  πρόσκαιρα να είναι  θεός, κατεβαίνει στο επίπεδο των κοινών θνητών που έχουν ρίγη απ΄τον πυρετό, βγάζουν τα σωθικά τους και ζητάνε μία υπομονετική παρουσία δίπλα στο κρεβάτι  τους, να τους προσφέρει ασφάλεια όπως η μαμά τους…
Εδώ ακριβώς μπαίνει η Άλμα, τώρα, ενώ ο τρανός couturier  βρίσκεται στο έλεός της, ασθενής κι εύθραστος, τώρα θ’ ανατείλει το δικό της άστρο, επιτέλους την έχει ανάγκη, επιτέλους την κοιτάζει  στα μάτια, κοιτάζει  αυτήν  κι όχι κάπου πέρα απ’ αυτήν σα να είναι αόρατη.
Το αυστηρό και γεμάτο απόρριψη βλέμμα του Ρέϊνολντς κι η επίμονη ερώτησή του προς την Άλμα (που λαχταρούσε να του κάνει έκπληξη ένα ρομαντικό δείπνο) : «Πού είναι η Σύριλ;», όπως και το δικό της δακρυσμένο βλέμμα που τον κοιτάζει με παράπονο, αναπληρώνουν σελίδες διαλόγων, και μας δείχνουν με αξέχαστο τρόπο πως είναι να δίνεσαι σε κάποιον, κι αυτός να σου λέει : « είμαι πολύ απασχολημένος, δεν έχω χρόνο για σένα».
Γιατί δεν έφυγε η Άλμα; Γιατί υπέμεινε αυτή την ψυχρή συμπεριφορά που μάραινε κάθε δική της προσπάθεια να πλησιάσει τον Ρέϊνολντς;  Για τον ίδιο λόγο που κι ο Ρέϊνολντς, αν και καταλαβαίνει το θανάσιμο παιχνίδι της  συνεχίζει να παίζει.
Δεν είναι ταινία για την εύκολη αγάπη η δημιουργία του Anderson.  είναι ταινία για τους (εξηγήσιμους ψυχαναλυτικώς) εσωτερικούς  μηχανισμούς  που μας κινητοποιούν να συμπεριφερόμαστε με τον x τρόπο προς ένα πρόσωπο. Ο σημαδεμένος απ΄την απώλεια της μητέρας του Ρέϊνολντς Γούντκοκ  ράβει διάφορα μυστικά στις φόδρες των πανάκριβων δημιουργιών του, μυστικά που μόνο αυτός  γνωρίζει πως  υπάρχουν εκεί. Ο Anderson «έραψε ένα στυλάτο φόρεμα» της αφοσίωσης και της σκληρότητας, της απόρριψης και του αέναου παιχνιδιού ανάμεσα στα δύο φύλα.
Ευτυχώς ή δυστυχώς για μας, αυτό το φόρεμα βγαίνει σε όλα τα μεγέθη…

Trivia :
·       Για τις ανάγκες του ρόλου του, ο D.D.Lewis έμαθε να ράβει και μάλιστα έραψε απ΄την αρχή ένα φόρεμα.
·       Ο Anderson ενδιαφέρθηκε για τη βιομηχανία  της μόδας, διαβάζοντας για τον σχεδιαστή Cristobal Balenciaga, και το σενάριο βασίζεται χαλαρά στον Βρετανό σχεδιαστή Charles  James.
·       Τα υπέροχα ρούχα της ταινίας είναι δημιουργίες του Mark Bridges.

Σχόλια